ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ "ΛΕΥΚΗ": Η γερμανική εισβολή στην Πολωνία



“Αν πιστεύει κανείς από εσάς ότι κάποια από τις πράξεις μου δεν εμπνεύστηκε
από την αφοσίωσή μου προς την Γερμανία, του δίνω το δικαίωμα να με σκοτώσει!”
Αδόλφος Χίτλερ - 27/8/1939 (προς τους Βουλευτές του Ράιχ)


Tα γερμανικά Panzer συντρίβουν τον πολωνικό στρατό σε μια μοναδική επίδειξη της τεχνικής τού αστραπιαίου πολέμου (Blitzkrieg)

Όταν το μεσημέρι της 31ης Αυγούστου 1939 ο Υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας Joachim von Ribbentrop άκουσε στην Καγκελαρία τον Φύρερ να λέει “έδωσα την διαταγή, κλότσησα την μπάλα και κυλάει…” ήξερε καλά πως αυτό σήμαινε τη στιγμή της Πολωνίας. “Σας εύχομαι καλή τύχη!” απάντησε λακωνικά.

Η επιχείρηση “Λευκή” (Fall Weiss), όπως κωδικά ονόμαζαν την πολωνική εκστρατεία, ξεκινούσε στις 4.45΄ τα χαράματα της επομένης, με τα γερμανικά στρατεύματα να εισβάλουν θυελλωδώς στη γειτονική χώρα και την Luftwaffe να σφυροκοπάει ανηλεώς αεροδρόμια, αποθήκες και στρατόπεδα του εχθρού. Ο κόσμος κράτησε την ανάσα του!

Αφορμή για τούτη την επιθετική ενέργεια ο Χίτλερ άφηνε διεθνώς να εννοηθεί πως ήταν η υποχρέωσή του να προασπίσει τα συμφέροντα των Γερμανών κατοίκων της περιοχής του Danzig, μιας στενής λουρίδας γης μεταξύ Πομερανίας και Ανατολικής Πρωσίας, που η συνθήκη των Βερσαλλιών είχε θέση στην εντολή της Κοινωνίας των Εθνών.

Η ρύθμιση αυτή πράγματι ήταν άδικη για την Γερμανία, αφού ιστορικά και λαογραφικά η πόλη του Danzig (το πολωνικό Gdańsk σήμερα) ήταν γερμανική, κι επιπλέον απαγόρευε την κατά ξηρά επικοινωνία της Πομερανίας με την Aνατολική Πρωσία.


Ο τρόμος από τον ουρανό: βομβαρδιστικά καθέτου εφόρμησης Junkers Ju 87 Stuka
(από το Sturzkampfflugzeug, που σημαίνει βομβαρδιστικό που κάνει βουτιά)


Βέβαια, τόσο το περιβάλλον του Χίτλερ, όσο και η διεθνής κοινότητα, γνώριζαν πολύ καλά ότι οι βλέψεις του Φύρερ δεν ήταν δυνατό να περιοριστούν σ’ έναν “άθλιο πολωνικό διάδρομο, όπως έκαναν αυτοί οι μπούφοι του 1914” (σύμφωνα με δήλωσή του στις 23 Μαΐου τρέχοντος έτους προς τους Ανώτατους Διοικητές της OKW -Oberkommando der Wermacht - την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων). Απώτερος σκοπός του ήταν η κατάληψη ολόκληρης της Πολωνίας, σαν πρώτη φάση ενός μεγαλόπνοου σχεδίου επέκτασης προς τα ανατολικά, αφού κατά τις απόψεις του μόνο έτσι θα μπορούσε να ικανοποιηθεί η ανάγκη του γερμανικού λαού για ζωτικό χώρο (Lebensraum), που θα έδινε τροφή στα 80 εκατ. Γερμανών και θα θεμελίωνε το πανίσχυρο Reich φέρνοντάς το στους πρόποδες των Ουραλίων.

Η αποτυχία της διπλωματίας

Μεθυσμένος από την εύκολη προσάρτηση της Αυστρίας (Anschluss) και την αναίμακτη κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, που ασφαλώς αποτελούσαν προσωπικές επιτυχίες του, ο Φύρερ πείστηκε πια για την διατήρηση του παθητικού ρόλου της δυτικής Ευρώπης, που μόνο χλιαρές αντιδράσεις προέβαλε καθ’ όλη την διάρκεια των εξελίξεων. Πίστεψε πως εξίσου εύκολο θ’ αποδεικνυόταν και αυτό του το εγχείρημα τώρα, αφού και οι πρόσφατες βολιδοσκοπήσεις οδηγούσαν σε ευνοϊκά συμπεράσματα: Η Αγγλία παρέμενε ανίκανη ν’ αναλάβει κάποια σοβαρή πρωτοβουλία και να χειριστεί τα θέματα της εξωτερικής πολιτικής με τρόπο ανάλογα αριστοτεχνικό προς αυτόν του Γερμανού Καγκελάριου και η Γαλλία, απρόθυμη να εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις, δεν αποτελούσε σοβαρό κίνδυνο. Θα μπορούσε σε αυτά να προστεθεί και η αμερικανική φαυλότητα, αφού η αδύναμη φωνή του Προέδρου Roosevelt δεν τρόμαζε κανέναν.


Σε πλήρη ακινησία, τα αμαξάκια των Πολωνικών Ταχυδρομείων,
δίπλα στα βομβαρδισμένα κτήρια σε μια κεντρική συνοικία της Βαρσοβίας.


Αλλά ο αγγλικός “λέων” πάντα ήταν υπολογίσιμος. Ο Χίτλερ προτιμούσε μια συμμαχία από μια ανοιχτή σύγκρουση με το Λονδίνο. Είχε κιόλας φανταστεί την βάση συμφερόντων, πάνω στην οποία θα πατούσε αυτή η παράδοξη συμμαχία: Η Γερμανία θα στήριζε τις κτήσεις της Βρετανικής Αυτοκρατορίας και την αποικιοκρατική της πολιτική και η Αγγλία θα αναγνώριζε την πρωτοκαθεδρία των Γερμανών στην ηπειρωτική Ευρώπη, ώστε από κοινού να κυβερνήσουν τον κόσμο!

Προς αυτήν την κατεύθυνση είχε επιμελώς προσανατολίσει την εξωτερική του πολιτική, δίνοντας ανάλογες διαταγές στον Πρέσβη του στο Λονδίνο Konstantin von Neurath. Αλλά οι Άγγλοι δεν ήταν διατεθειμένοι ν’ ανεχθούν μια πανίσχυρη Γερμανία με οποιοδήποτε αντίτιμο.

Απεναντίας, συνέσφιξαν τις σχέσεις τους με την Γαλλία και καλλιέργησαν την ανησυχία της Αμερικής, πλευρίζοντας παράλληλα πολλά από τα μικρότερα ευρωπαϊκά κράτη με υποσχετικές διαθέσεις. Σκοπός τους ήταν να ορθωθεί ένα αδιαπέραστο τείχος στις γερμανικές βλέψεις, ώστε να μην επαναληφθεί μια ιστορία ανάλογη με αυτήν της Τσεχοσλοβακίας.

Είναι γεγονός πως, αρκετούς ακόμη μήνες πριν την σύρραξη Γερμανίας - Πολωνίας, η αγγλική εξωτερική πολιτική υπήρξε αδικαιολόγητα ανεκτική προς τον Χίτλερ. Ίσως να υπαγόρευαν τούτη την στάση τα διαφαινόμενα συμφέροντα, στα οποία ήλπιζε η πάντα ματαιόδοξη και καιροσκοπική Αγγλία, ή να ήταν αποτέλεσμα της υπερφίαλης αλαζονείας που πήγαζε από τις πρόσφατες νίκες της σε βάρος της Γερμανίας. Και η Γαλλία επίσης διακατεχόταν από παρόμοιες αλαζονικές τάσεις, επαναπαυμένη στις δάφνες του 1918.

Τα πρώτα τεθωρακισμένα της φοβερής για τα δεδομένα της εποχής
πολεμικής μηχανής των Γερμανών σε στιγμιότυπο προετοιμασίας
κι ενός τελευταίου ελέγχου, πριν την έναρξη της εισβολής



Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Νevil Chamberlain αρχικά παρασύρθηκε από φρούδες ελπίδες και εντελώς λανθασμένες εκτιμήσεις σχετικά με τον δυναμικό Ναζί Καγκελάριο. Ακόμη κι αυτός ο Υπουργός του των Εξωτερικών, ο Λόρδος Halifax, κάποια στιγμή έπεσε στα δίχτυα της γοητείας και της δύναμης της προσωπικότητας του Χίτλερ. Είναι ενδεικτικό ότι το 1938, κάποια στιγμή μεταξύ “τύρου και αχλαδιού”, εξέφρασε την φιλοδοξία να δει τον Φύρερ και τον Βασιλιά της Αγγλίας να επιβαίνουν από κοινού σε άμαξα προς τα ανάκτορα του Μπάκιγχαμ

Οπωσδήποτε, λόγια σαν αυτά δεν θα μπορούσαν να εκληφθούν σοβαρά. Δείχνουν ωστόσο την ανωριμότητα σκέψης και την ανυπαρξία διορατικότητας κάποιων σημαντικών προσωπικοτήτων των Δυτικών Δημοκρατιών, σε μια διαρκώς μεταβαλλόμενη και ασταθή εποχή διεκδίκησης συμφερόντων και κλεισίματος ανοιχτών λογαριασμών του παρελθόντος. Για τον Χίτλερ, όλοι αυτοί δεν ήταν παρά “σκυλιά που μόνο γαβγίζουν, ανίκανα να δαγκώσουν πραγματικά”.

Αλλά η αγγλική κυριαρχία στη θάλασσα ήταν κάτι που δεν μπορούσε να παραβλέψει. Προσπάθησε να τη μειώσει διατάζοντας τη ναυπήγηση νέων ισχυρών θωρηκτών και καταδρομικών κι ενίσχυσε την αμυντική του διάταξη στις γερμανικές θάλασσες και τον Ατλαντικό με την κατασκευή υποβρυχίων.

Ακόμη, ο φόβος των Γάλλων στα δυτικά τον έπεισε για την κατασκευή ενός τεράστιου οχυρωματικού έργου, ενός φοβερού “τείχους” κατά μήκους των Γαλλο-Γερμανικών συνόρων, που απορρόφησε σημαντικό μέρος του προϋπολογισμού του Reich σε μια περίοδο όχι και τόσο εύρωστων οικονομικών. Όλα αυτά αποσκοπούσαν περισσότερο στην ψυχολογική ενέργεια του εκφοβισμού, παρά στην ρεαλιστική εξασφάλιση της Γερμανίας από μια συνδυασμένη επίθεση των Δυτικών.

Ο Χίτλερ δεν υπήρξε ούτε αφελής, ώστε να πιστεύει σε θαύματα, ούτε ανίδεος γύρω από τα στρατιωτικά ζητήματα, ώστε να τρέφει αυταπάτες. Ορθά υπολόγιζε ότι η πολωνική εκστρατεία θ’ απασχολούσε περισσότερες από τις μισές συνολικά διαθέσιμες μεραρχίες του, οπότε τα δυτικά σύνορα θα έμεναν ουσιαστικά αφύλακτα.

Είναι αλήθεια ότι, κατά την έναρξη της σύρραξης με την Πολωνία, οι Γάλλοι θα μπορούσαν μετά από μια επιστράτευση 2 εβδομάδων να παρατάξουν στα σύνορα με τη Γερμανία περίπου 100 μεραρχίες, σε σύγκριση με τις 40 ή 45 των Γερμανών.

Ήταν λοιπόν εύλογο, προκειμένου ο Χίτλερ να κατευνάσει τις αντιδράσεις στη Δύση, να ενεργοποιήσει ξανά το σπάνιο ταλέντο του στη διπλωματία και στην τακτική του ψυχολογικού πολέμου, που τόσες επιτυχίες του εξασφάλισε πρόσφατα.


Ενδεικτική της μανίας των εισβολέων η φωτογραφία αυτή της Βαρσοβίας,
που μας ωθεί να σκεφτούμε ότι οι Γερμανοί δεν ήθελαν απλά
να κατακτήσουν, αλλά να αφανίσουν την ηρωική πόλη.


Αλλά είχε αποφασίσει να ανακατέψει μόνος του την “τράπουλα” των παρασκηνίων. Πολύ λίγη εκτίμηση έτρεφε για τους “άτολμους” και “λιπόψυχους” διπλωμάτες του, συχνά αρνιόταν να τους δεχτεί ακόμη και σε ακρόαση. Αξίζει ν’ αναφερθεί ότι κάποτε χαρακτήρισε τον Πρέσβη του στην Αγγλία Neurath και αυτόν στην Αμερική Dieckhoff ως “Αrschlöcher”, δηλαδή “κωλοτρυπίδες”! Ούτε για τους Πρέσβεις στην Βαρσοβία και την Ρώμη, τους Hans Adolf von Moltke και Hans Georg von Mackensen αντίστοιχα, έτρεφε σεβασμό. Ο μοναδικός που εμπιστευόταν ήταν ο Υπουργός του των Εξωτερικών Ribbentrop, που τώρα επρόκειτο να του αναθέσει την σημαντικότερη αποστολή: να εξασφαλίσει μια συμμαχία με τον ίδιο τον Στάλιν!

Οι Άγγλοι δεν ήταν πια οι εύπιστοι θεατές του δράματος που εξελισσόταν στην Ευρώπη. Ο Χίτλερ είχε παράφορα αθετήσει τις υποσχέσεις του στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, εμφανίζοντας τώρα τις πραγματικές αρπακτικές του διαθέσεις. Ο Πρωθυπουργός Νevil Chamberlain έπαψε να διατηρεί αυταπάτες μετά τα γεγονότα στην Τσεχοσλοβακία και στις 17 Μαρτίου 1938 βροντοφωνάζει από το Μπέρμιγχαμ: “Είναι αυτή η τελευταία επίθεση εναντίον μιας χώρας ή θ’ ακολουθήσουν κι άλλες; Μήπως αυτό αποτελεί ουσιαστικά ένα βήμα για την ένοπλη κατάκτηση όλου του κόσμου;”

Η στροφή αυτή της πολιτικής της Αγγλίας περισσότερο εκνεύρισε παρά φόβισε τον Φύρερ, που επέμενε να ελπίζει στην γνωστή αδράνεια των Εγγλέζων. Προσπαθούσε μάλιστα να πείσει τους Στρατηγούς του ότι και αυτή τη φορά οι Δυτικοί δεν επρόκειτο ν’ αποτολμήσουν πόλεμο εναντίον της πανίσχυρης Γερμανίας. Αλλά τώρα η Βρετανία προσπαθούσε όχι μόνο να εκφοβίσει, αλλά και να σταματήσει τον Χίτλερ, ξεσηκώνοντας τα υπόλοιπα κράτη σ’ ένα συνασπισμό εναντίον του.

Σε αυτή την οργανωμένη μεταστροφή και συσπείρωση των Δυτικών, ο Φύρερ έβλεπε μόνο την γνωστή έκφραση της θρασυδειλίας και της υπέρμετρης αλαζονείας. Στην πραγματικότητα, όταν οι προετοιμασίες της Wehrmacht για την εισβολή στην Πολωνία βρίσκονταν σε σημείο κορύφωσης, ο Χίτλερ ακόμη συνέχιζε να πιστεύει πως οι Άγγλοι και πάλι μπλόφαραν.


Το ήδη φτωχό σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας βομβαρδίστηκε ανηλεώς


Τα γεγονότα τον διέψευσαν. Η Αγγλία εντατικοποίησε την υποσχετική της πολιτική, συμπαρασύροντας και την Γαλλία, όπου ο Πρωθυπουργός Daladier διέταξε εκτόξευση του εξοπλιστικού προγράμματος και διαμήνυσε ότι κάθε επιθετική ενέργεια των Γερμανών κατά της Πολωνίας αυτόματα θα σήμαινε ενεργή ανάμιξη της χώρας του.

Μπροστά σε αυτήν την απροσδόκητη εξέλιξη, ο Χίτλερ προσπάθησε έξυπνα να εξαγοράσει τις ανησυχίες των Πολωνών, προτείνοντας μια φόρμουλα ανταλλαγής εδαφών μεταξύ τους: η Γερμανία θα προσαρτούσε το Danzig και τον διάδρομο μεταξύ Πομερανίας και Ανατολικής Πρωσίας και η Πολωνία θα ικανοποιείτο προσαρτώντας στην κυριαρχία της επαρχίες της Σλοβακίας και της Ουκρανίας.

Αλλά η Αγγλία έντεχνα συνέχισε να σπείρει “δαιμόνια”, προκειμένου να ναυαγήσουν αυτά τα σχέδια προσέγγισης των Πολωνών από τους Γερμανούς και να κρατηθεί η Πολωνία στο εχθρικό για τον Χίτλερ στρατόπεδο.

Όταν ο Πολωνός Υπουργός Εξωτερικών Joseph Bock επισκέφτηκε το Λονδίνο για να επιτύχει συγκεκριμένες δεσμεύσεις υπέρ της χώρας του, τα αιτήματά του ικανοποιήθηκαν ανεπιφύλακτα, ώστε ο πρέσβης της Bαρσοβίας στο Bερολίνο Józef Lipski απέρριψε υπεροπτικά τις γερμανικές προτάσεις.

Στις 27 Μαρτίου 1939 ο Chamberlain κάλεσε την Κυβέρνησή του να υπογράψει συμμαχία με τους Πολωνούς, εν όψει της επικείμενης γερμανικής επίθεσης, και στις 31 Μαρτίου ανήγγειλλε από το βήμα της Βουλής των Κοινοτήτων πως, σε περίπτωση χρήσης όπλων από την Πολωνία με σκοπό την υπεράσπισή της, τότε η Αγγλία θα είχε την υποχρέωση να της παρέχει κάθε δυνατή υποστήριξη. Οι Άγγλοι είχαν βιαστεί να δείξουν προθυμία, παρέχοντας εγγυήσεις στην Πολωνία, ενώ στην πραγματικότητα γνώριζαν ότι, αν παρ’ ελπίδα τούτη η ξεκάθαρη προειδοποίηση δεν κατάφερνε ν’ αναστείλει την γερμανική επίθεση, ο νέος πόλεμος θ’ απλωνόταν σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Θα ήμουν τελείως ηλίθιος αν παρασυρόμουν σε έναν
παγκόσμιο πόλεμο γι’ αυτόν τον άθλιο πολωνικό διάδρομο,
όπως έκαναν αυτοί οι μπούφοι του 1914”
Αδόλφος Χίτλερ - 23/5/1939 (προς τους Ανώτατους Διοικητές OKW)

Ο Φύρερ, πληροφορούμενος την δήλωση του Chamberlain, δεν κατάφερε να συγκρατηθεί: “Θα τους ποτίσω εγώ με το φαρμάκι του διαβόλου” είπε χαρακτηριστικά -και φυσικά το εννοούσε. Μια μέρα μετά διασκέδαζε τους φόβους του με την καθέλκυση του θωρηκτού Tirpitz, που ερχόταν να συμπληρώσει το γιγάντιο Bismarck στο ρόλο της συγκράτησης της θαλάσσιας βρετανικής υπεροπλίας.

Τον επόμενο μήνα (28 Απριλίου) στην μεγαλειώδη ομιλία του στο Reichσταγκ ειρωνεύτηκε τον Πρόεδρο Roosevelt για την απαίτησή του να υπογράψει η Γερμανία δήλωση μη επίθεσης κατά 30 κρατών στην διάρκεια των επόμενων 25 ετών! Αμέσως μετά κατήγγειλε το ήδη υπάρχον σύμφωνο μη επίθεσης με την Πολωνία και τη ναυτική συμφωνία με την Αγγλία, που δέσμευε την ανάπτυξη του Γερμανικού Πολεμικού Ναυτικού. Αν η Πολωνία είχε τελεσίδικα ενταχθεί στο στρατόπεδο των Άγγλων, αυτός κρατούσε την επικείμενη συμφωνία του με τον Στάλιν σαν κρυμμένο άσσο στο μανίκι του.

Αλλά ήταν πολύ νωρίς για να δοθεί ένα τέλος στον ψυχολογικό πόλεμο που ο Χίτλερ ασκούσε στους Πολωνούς. Ο Albert Förster κανόνισε, σύμφωνα με οδηγίες του Φύρερ, επίσκεψη του Ύπατου Αρμοστή της ΚτΕ στο Danzig Carl Burckardt στο Μπέργκχοφ, με την πρόφαση της συνέχισης των συνομιλιών περί ειρηνικής διευθέτησης των προβλημάτων. Στην πραγματικότητα ο Χίτλερ ήθελε να καταστήσει τον Burckardt υποχείριο και διαμεσολαβητή του.

Εκεί, στην “αετοφωλιά” (“Adlerhorst”) που με τόσο μεράκι είχε δημιουργήσει ο Martin Bormann γι’ αυτόν, ο Φύρερ έδωσε μια ακόμη σπάνια θεατρική παράσταση ξεσπασμάτων, απειλών, προκλήσεων και παρακλήσεων ταυτόχρονα, ώστε να εκβιάσει μια κατευναστική παρέμβαση του Αρμοστή υπέρ της μη συμμετοχής των Αγγλο-Γάλλων στην επικείμενη σύρραξη.

Λίγες μέρες αργότερα κατέφτανε στο Μπερχτεσγκάντεν ο Άγγλος πρέσβης στη Γερμανία sir Nevile Henderson, για να επιδώσει μια επιστολή του Πρωθυπουργού του στον Φύρερ. Οι θεατρινισμοί του τελευταίου επαναλήφθηκαν σε ηπιότερο τόνο. Καμιά από αυτές τις συναντήσεις δεν καρποφόρησε.

Αντίθετα, η υπόθεση με τη Μόσχα φαινόταν να προχωράει ικανοποιητικά.


Άποψη της κατεστραμμένης πόλης. Από τα όμορφα κτήρια της Βαρσοβίας
πολύ λίγα θα σωθούν από την μανία του πολέμου


Παραμονές ακόμη της υπογραφής του Γερμανο-Σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης, πανικός επικρατούσε στο Παρίσι. Ο Γάλλος Υπουργός Εξωτερικών Georges Bonnet σκεφτόταν σοβαρά να πιέσει για έναν συμβιβασμό από την πολωνική πλευρά. Σαφώς αντιλαμβανόταν πως η προσέγγιση του Στάλιν από τον Χίτλερ όδευε σε επιτυχία και η χώρα του δεν ήταν έτοιμη για πόλεμο.

Το Υπουργικό Συμβούλιο της Βρετανίας όμως στην συνεδρίασή του (22 Αυγούστου) επέδειξε ψυχραιμία, επιβεβαιώνοντας την κήρυξη πολέμου κατά των Γερμανών σε περίπτωση που εισβάλλουν στην Πολωνία. Στις 23 Αυγούστου (ουσιαστικά τα ξημερώματα της 24ης) η συμφωνία Ρίμπεντροπ - Μολότοφ αποτελούσε πια γεγονός. Μόλις τον Μάιο είχε υπογραφεί και η “χαλύβδινη συμφωνία” Χίτλερ-Μουσολίνι, με σκοπό την αποτροπή της Βρετανίας και της Γαλλίας να συνδράμουν ένοπλα την Πολωνία.

Τέλος, η Ρουμανία, που είχε καταλήξει οικονομικός δορυφόρος της Γερμανίας, υποσχόταν τα περίφημα πετρέλαια και το σιτάρι της κατά την διάρκεια του πολέμου. Με δυο λόγια, η διπλωματική επιτυχία του Χίτλερ υπήρξε σαρωτική, παρά την ατυχή έκβαση των επαφών με τον Henderson.

Έχει επικρατήσει η άποψη ότι το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ έχει τις ρίζες του στην πεποίθηση των Σοβιετικών πως η Δύση προσπαθούσε να στρέψει την επιθετικότητα του Χίτλερ προς τα ανατολικά, οπότε μοιραία κάποια στιγμή θα ερχόταν σε σύγκρουση μαζί τους. Αν αναλογιστεί κανείς και τον φόβο των Ιαπώνων στην Ανατολή, εύλογα συμπεραίνουμε πως ο Στάλιν ήθελε να κερδίσει χρόνο για να προετοιμαστεί. Αυτός ήταν που, σε ανύποπτο χρόνο, πρώτος έριξε την ιδέα μιας συμμαχίας με την Γερμανία. Ο διακαής πόθος να υψώσει την σημαία του στις ανατολικές επαρχίες της Πολωνίας και να ξεπλύνει την ντροπή του 1920, όταν οι μπολσεβίκοι αναχαιτίστηκαν από τις δυνάμεις του Στρατάρχη Piłsudski, ποτέ δεν έσβησε.

Κατανοώντας τώρα σωστά τις γερμανικές προθέσεις, ο Στάλιν παραμέριζε τις όποιες ιδεολογικές διαφορές προς χάριν του κοινού συμφέροντος.

Μάλιστα, σε ένδειξη σύμπνοιας και προκειμένου να διευκολύνει τις συνομιλίες, αντικατέστησε τον εβραϊκής καταγωγής Υπουργό του των Εξωτερικών Maxim Litwinof (που είχε διατελέσει παλαιότερα Πρέσβης στην Washington και θεωρείτο “φιλοδυτικός”), με τον Vyatcheslav Michailovits Molotov.

Ο Ribbentrop ήρθε σε επαφή μαζί του και στις 23 Αυγούστου κατάφερε την υπογραφή του περιπόθητου συμφώνου. Ο Χίτλερ το πληροφορήθηκε στην κατοικία του στο Μπέργκοφ και ανακουφισμένος επέστρεψε χαράματα στο Βερολίνο. Είχε να τακτοποιήσει μια ακόμη μικρή εκκρεμότητα: την συγκατάθεση της Ιταλίας.


Τα ωραία νεοκλασικά κτήρια της πόλης έχουν καταντήσει σωρός ερειπίων


Η αξία μιας ιταλικής συγκατάθεσης ήταν καθαρά ψυχολογική.Ουσιαστικά, ο Χίτλερ ούτε για ένα λεπτό δεν διανοήθηκε πως χωρίς την υλική συνδρομή του Μουσολίνι τα σχέδιά του ήταν ποτέ δυνατό να βαλτώσουν. Η επιμονή του να έλθει σε μια συνεννόηση με τους Ιταλούς δεν ήταν παρά ένα ακόμη πυροτέχνημα της αχαλίνωτης ικανότητάς του να δημιουργεί εντυπώσεις -ένα παιχνίδι, στο οποίο ήταν πρωταθλητής. Όπως και με την ενέργειά του κατά της Τσεχοσλοβακίας, έτσι και τώρα επιθυμούσε να εμπλέξει τον Ιταλό ομότιτλο τουλάχιστον σε μια συμμαχία συνένοχης ουδετερότητας.

Τελικά κατάφερε να εξαγοράσει στην κυριολεξία την αδιαφορία του Μουσολίνι, υποσχόμενος να ικανοποιήσει όλα τα αιτήματά του, που περιέχονταν σ’ έναν μακροσκελή κατάλογο και που θα μπορούσαν κάλλιστα να χαρακτηριστούν παράλογα. Το αν θα τηρούσε την υπόσχεσή του, αυτό ήταν άλλο θέμα. Ο ίδιος δεν θα έλεγε τον Ιούνιο του ’41 κυνικά στον Walther Hewel, τον αξιωματικό σύνδεσμό του με τον Ribbentrop, ότι σαν άτομο δεν θα αθετούσε ποτέ τον λόγο του, αλλά για την Γερμανία θα το έκανε χίλιες φορές;


Άποψη από την βομβαρδισμένη πρωτεύουσα της Πολωνίας.
Οι βόμβες τελικά δεν μπόρεσαν να σταματήσουν την ζωή της πόλης


Παράλληλα φρόντισε την προετοιμασία της γερμανικής κοινής γνώμης για πόλεμο, μέσα από μεθοδεύσεις του σπεσιαλίστα στο είδος δρ. Josef Göbbels, που έλεγχε δυναμικά τα εγχώρια ΜΜΕ και πίεζε τους ξένους ανταποκριτές. Με θεατρινισμούς, όπως ομιλίες στο Reichstag, εμφανίσεις σε στρατιωτικές επετείους και εορτασμούς, πολιτικές, καλλιτεχνικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, ο Χίτλερ προσπάθησε να καλλιεργήσει στον λαό πνεύμα μαχητικότητας και να τον προετοιμάσει για την κατάσταση πολέμου, στην οποία θα τον παρέσυρε να ζήσει τα επόμενα χρόνια. Παρά την διαβεβαίωση των στενών του συνεργατών, ότι ο λαός δεν επιθυμούσε την εμπλοκή της χώρας σε πόλεμο, ο Φύρερ παρέμενε αμετάκλητος.

Όταν στις 28 Αυγούστου αποφασίστηκε αιφνιδίως η εφαρμογή δελτίου τροφίμων, όπως σε μια πραγματική κατάσταση πολέμου, το σοκ για τους Βερολινέζους ήταν μεγάλο. Το πρωινό της 1ης Σεπτεμβρίου 1939 (πρώτη μέρα της σύρραξης) μπορούσες να περπατήσεις σ’ ένα Βερολίνο με δρόμους κυριολεκτικά έρημους. Αυτό βέβαια δεν ήταν κάτι που θα μπορούσε ν’ απασχολήσει το μυαλό του δικτάτορα τούτες τις κρίσιμες ώρες.


Η ζωή στα κατάλοιπα των κτηρίων. Οι Γερμανοί δεν έδειξαν κανένα έλεος και δεν
έκαναν καμιά διάκριση κατά την διάρκεια των βομβαρδισμών, γιατί πίστευαν ότι μέσα
στην πρωτεύουσα ήταν οχυρωμένες σημαντικές πολωνικές ένοπλες δυνάμεις


Πρέπει ν’ αναφερθεί ότι πριν ο Στάλιν κατασταλάξει στην συμφωνία με τη Γερμανία, είχε έλθει σε επαφή με τους Άγγλους προκειμένου να διερευνηθεί η πιθανότητα μιας συμμαχίας -κάτι που τάραξε σοβαρά τον Χίτλερ. Αλλά η Γερμανία πρόσφερε κάτι χειροπιαστό και άμεσο: έναν διαμελισμό της Πολωνίας και μια σταθεροποίηση των συνόρων του Reich για πολλά έτη.

Έτσι, οδήγησε σκόπιμα τις ενέργειες του Βρετανού διαπραγματευτή στη Μόσχα William Strang σε αδιέξοδο, ώστε να χαθεί η ευκαιρία συμμαχίας με την Αγγλία. Το πλέον εύκολο για μια τυχοδιωκτική και καιροσκοπική προσωπικότητα, όπως αυτή του Στάλιν, ήταν να προσπαθήσει μεταπολεμικά να δικαιολογήσει την σύμπραξη με το Ναζισμό προτάσσοντας λόγους εξοικονόμησης χρονικών περιθωρίων, ώστε μετά να μπορέσει να τον πολεμήσει αποτελεσματικότερα. Οι αγριότητες και τα στυγερά εγκλήματα του σταλινισμού κατά της μπουρζουαζίας και της στρατιωτικής ελίτ των Πολωνών δεν συμμερίζονται αυτή την οπτική.

Όπως επίσης αταίριαστες φαντάζουν και οι βαρυστομίες των Άγγλων πολιτικών, σχετικά με το Γερμανο-Σοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης. Ο sir Alexander Cadogan του Υπουργείου Εξωτερικών χαρακτήρισε την 23η ως “μαύρη μέρα”. Ο συντηρητικός Βουλευτής Chips Channon συμπέρανε ότι ο διαμελισμός πλέον της Πολωνίας ήταν αναπόφευκτος. Στήλη άλατος έμεινε και ο Harold Nicholson, πολιτικός αντίπαλος του Chamberlain.

Ο λαός κυριεύθηκε από ανησυχία, σχεδόν ξεσηκώθηκε και τα πύρινα άρθρα των δημοσιογράφων και των πολιτικών αναλυτών βομβάρδιζαν μια ήδη εξαγριωμένη κοινή γνώμη. Όλες αυτές οι αντιδράσεις ήρθαν αργά, αφού η Μ. Βρετανία με την αδεξιότητά της οδήγησε τον Στάλιν στα “δίχτυα” του Χίτλερ.

Όταν στις 25 Αυγούστου ο Γάλλος πρέσβης στη Γερμανία Robert Coulondre επιβεβαίωνε στον Χίτλερ την θέση της χώρας του για εμπόλεμη σύρραξη σε περίπτωση γερμανικής εισβολής στα πολωνικά εδάφη, ο Χίτλερ καλά γνώριζε πως τα νήματα τα κινούσε η Αγγλία. Αν αυτή δεν εμπλεκόταν, όλες οι απειλές της Γαλλίας θα έπεφταν στο κενό. Έτσι στράφηκε ξανά προς το Λονδίνο. Επιστράτευσε πάλι τον Σουηδό βιομήχανο Birger Dahlerus, το φίλο του Göring, που είχε ήδη σταλθεί στον Λόρδο Xalifax με ασαφείς προτάσεις και διαβεβαιώσεις περί των καλών προθέσεων της Γερμανίας, και που επέστρεψε στην Καγκελαρία με μια επιστολή του Άγγλου Υπουργού Εξωτερικών όπου επαναλαμβανόταν η ακλόνητη στάση της Βρετανίας. Ο Χίτλερ, σε μια σπάνια διάθεση υπαναχώρησης, τον εξουσιοδότησε να μεταφέρει στο Λονδίνο την θέληση της Γερμανίας να συμμαχήσει με την Αγγλία, εγγυόμενη τα πολωνικά σύνορα, αρκεί ν’ αποκτούσε το Danzig και τις αποικίες της.

Οι Άγγλοι, διατηρώντας τις επιφυλάξεις τους, δήλωσαν πρόθυμοι να συνεργαστούν, όχι όμως και ν’ αθετήσουν τις υποσχέσεις τους προς την Πολωνία. Αναφορικά με τις αποικίες, θα μπορούσε το ζήτημα να διευθετηθεί, όχι όμως κάτω από την απειλή των όπλων. Η προστασία της Αυτοκρατορίας της, που προσφερόταν από τον Χίτλερ, απορρίφθηκε για λόγους γοήτρου.

Και η ζωή συνεχίζεται... Πρωί στην κατεχόμενη πόλη, με φόντο τα ερείπια.
Μέχρι την λήξη της κατοχής, η Βαρσοβία σχεδόν θα ισοπεδωθεί


Παρά το φλεγματικό ύφος της απάντησης, ο Χίτλερ αποδέχτηκε τους αγγλικούς όρους, με την προϋπόθεση ότι οι Πολωνοί θα συμφωνούσαν στην έναρξη άμεσων διαπραγματεύσεων. O Πολωνός Πρέσβης στην Γερμανία Joseph Bock συμφώνησε κι έτσι ο Henderson έφτασε στο Βερολίνο, όπου στις 28 Αυγούστου παρέδωσε στον Καγκελάριο την απάντηση της κυβέρνησής του. Και πάλι τονιζόταν ότι μια προσέγγιση μεταξύ των δύο κρατών ήταν επιθυμητή, αρκεί η Γερμανία να υιοθετούσε την ειρηνική επίλυση του πολωνικού προβλήματος. Κάτι διαφορετικό, θα σήμαινε πόλεμο μεταξύ τους.

Αλλά ο Χίτλερ δεν εννοούσε τόσο εύκολα να παρασυρθεί. Έθεσε επίτηδες τρομερούς χρονικούς περιορισμούς στην διαδικαστική περαίωση των διαβουλεύσεων και καθοδήγησε τον Ribbentrop να υιοθετήσει μια τόσο αγενή συμπεριφορά, ώστε για μια ακόμη φορά οι προσπάθειες για εκτόνωση της κρίσης να ναυαγήσουν. Ούτε ο Henderson, ούτε ο Halifax τελικά ξεγελάστηκαν: καταλάβαιναν πως ο Φύρερ μιλώντας για ειρήνη προετοιμαζόταν πυρετωδώς για πόλεμο!

Ακόμη και μετά την 1η Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ ήλπιζε σε μια συνεννόηση με την Αγγλία. Χρησιμοποίησε και πάλι τον Dahlerus, που απέτυχε να πείσει τους Βρετανούς. Ο Άγγλος Πρέσβης Horace Wilson ήρθε σε επαφή με τον Χίτλερ και τον Ribbentrop το βράδυ της 2ας Σεπτεμβρίου, όταν οι γερμανικές φάλαγγες βρίσκονταν αρκετά χιλιόμετρα μέσα σε πολωνικό έδαφος, για να δηλώσει πως, αν δεν διατασσόταν άμεση ανάκλησή τους, ο πόλεμος με την χώρα του θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένος.

Στις 900 π.μ. της επομένης ο Henderson επέδωσε το βρετανικό τελεσίγραφο, με το οποίο δινόταν προθεσμία 2 ωρών για να παύσουν οι εχθροπραξίες και να ξεκινήσουν οι Γερμανοί διαδικασίες υποχώρησης. Σε αντίθετη περίπτωση, “η εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ τους θα ίσχυε από την εν λόγω ώρα” (δηλ. την 11η πρωινή της 3ης Σεπτεμβρίου). Ο Χίτλερ το αγνόησε, και ο Chamberlain ανακοίνωσε ραδιοφωνικά στον αγγλικό λαό την κήρυξη πολέμου στην Γερμανία. Στις 5.00 μ.μ. της ίδια μέρας η Γαλλία έκανε το ίδιο.


Γερμανοί και Πολωνοί συνυπάρχουν μέσα στα ερείπια της ηρωικής Βαρσοβίας


Δύο άντρες αντιπάλων στρατοπέδων αλλά ίδιας ψυχολογίας θεωρήθηκαν ως “κλειδιά” σε αυτόν τον πόλεμο: ο Ribbentrop και ο Churchill.

Ο πρώτος ήταν ιδιαίτερα αντιπαθής σε μια μεγάλη μερίδα Γερμανών αξιωματούχων της πολιτικής και του στρατού, αλλά και στο σύνολο του Δυτικού κόσμου, λόγω του επιθετικού χαρακτήρα του και της αμέριστης εμπιστοσύνης που ο Φύρερ έτρεφε γι’ αυτόν. Αναμφίβολα ενίσχυσε την πεποίθηση του Χίτλερ ότι οι Άγγλοι, τους οποίους ισχυριζόταν ότι γνώριζε σε βάθος, δεν θα τολμούσαν να πολεμήσουν τη Γερμανία και φρόντισε ο ίδιος να οδηγήσει τις συνεννοήσεις σε αδιέξοδο. Πιθανόν αυτή του η συμπεριφορά να τροφοδοτείτο από το κόμπλεξ και την κακία που έτρεφε για τους Βρετανούς, λόγω της αντιπάθειας των τελευταίων προς το πρόσωπό του.

Μια άλλη ερμηνεία προτάσσει την αγωνία του να μην επισκιασθεί η προσωπική του επιτυχία με τον Μολότοφ, αφού μια ανέλπιστη συνεννόηση Αγγλίας - Γερμανίας θα υποβίβαζε αυτόματα την αξία του Γερμανο-Σοβιετικού συμφώνου μη επίθεσης. Σχετικά με τον Churchill, που θεωρείτο από τους Γερμανούς ως ο μεγαλύτερος πολεμοκάπηλος των Δυτικών, από την στιγμή που κλήθηκε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση με τη ιδιότητα του Πρώτου Λόρδου του Ναυαρχείου οι πιθανότητες ειρηνικής διευθέτησης διαλύθηκαν. Όλες του οι προσπάθειες συνέβαλαν στην εμπόλεμη ρήξη της χώρας του με την Γερμανία, προκειμένου ν’ αντλήσει ο ίδιος πολιτικά οφέλη.

Αυτή η κριτική θα μπορούσε να θεωρηθεί αυστηρή για τον αποκαλούμενο “πατέρα της νίκης”. Αλλά η μετέπειτα πορεία του ανδρός αποτελεί τρανή απόδειξη του ότι ήταν ικανός να διεγείρει τα πλέον παρορμητικά πάθη και να εκμαυλίσει συνειδήσεις ανθρώπων στον βωμό του πολιτικού συμφέροντος και των κυριαρχικών σκοπιμοτήτων.

Το Γερμανικό Επιτελείο και ο ανεπίσημος επιχειρησιακός σχεδιασμός

Ένα από τα πιο αγωνιώδη ζητήματα που κατέτρεχαν τον Χίτλερ κατά την πρώιμη φάση της διακυβέρνησης του Reich ήταν η απόκτηση της εμπιστοσύνης της Wermacht. Κι αυτό γιατί ο στρατός, μην έχοντας γαλουχηθεί από τα εθνικοσοσιαλιστικά ιδεώδη και αντιδρώντας προς κάθε μείωση της ισχύος του από άλλα παραστρατιωτικά σώματα (π.χ. τα SA του Ernst Röhm), διατηρούσε μια επιφυλακτικότητα έναντι του νέου Kαγκελάριου. Μετά όμως την αποπομπή του Στρατηγού Werner von Βlomberg από την θέση του Υπουργού Στρατιωτικών και τον άδικο διασυρμό του Στρατηγού Werner von Fritsch, που κι αυτός εκδιώχθηκε από την θέση του Αρχηγού της ΟΚΗ - Oberkommando des Heeres - Ανώτατη Διοίκηση Στρατού, ο Χίτλερ κατάφερε να ελέγξει την Wermacht. Αυτό το πέτυχε με διορισμούς σε καίριες θέσεις προσωπικοτήτων της εμπιστοσύνης του: ο πειθήνιος Wilhelm Keitel ως Αρχιστράτηγος της Wehrmacht, ο Walter von Brauchitsch ως Αρχηγός ΟΚH, ο Franz Halder ως Αρχηγός του Γενικού Επιτελείου και ο Alfred Jodl ως Αρχηγός της Διεύθυνσης Επιχειρήσεων.

Μέσα στα ερείπιά της, η ηρωική Βαρσοβία συνεχίζει την
καθημερινότητά της κάτω από την επίβλεψη του κατακτητή


Ωστόσο το νέο σχήμα δεν συμμεριζόταν τον ενθουσιασμό του Χίτλερ για κατακτήσεις. Τους συγκρατούσε η πεποίθηση ότι η Γερμανία ήταν ανέτοιμη για πόλεμο, εξαιτίας σοβαρών ελλείψεων στους τομείς της εκπαίδευσης του στρατεύματος και του εξοπλισμού του. Το πρόγραμμα των εξοπλισμών και των οχυρωματικών έργων, που με τόση ζέση ο Χίτλερ προώθησε τα τελευταία χρόνια, βρισκόταν ακόμη σε εξέλιξη. Ελάχιστοι αξιωματικοί είχαν διεκπεραιώσει την εκπαίδευσή τους στα νέα όπλα, ενώ η πολεμική βιομηχανία αγκομαχούσε να προλάβει τις προθεσμίες παραγωγής. Η Luftwaffe του Göring ήταν ομολογουμένως σε καλύτερη κατάσταση, αφού εγκαίρως φρόντισε ο ίδιος ν’ απορροφήσει μεγάλο μέρος των κονδυλίων, μα και πάλι το ναυτικό υστερούσε.

Την ίδια μετριοπάθεια είχαν οι Στρατηγοί του Χίτλερ εκδηλώσει και κατά την κατάληψη της Τσεχοσλοβακίας, ένα χρόνο νωρίτερα. Αλλά ο μαεστρικός χειρισμός της κατάστασης από τον Φύρερ δεν άφησε πολλά περιθώρια αμφισβήτησης της αυθεντίας του. Ταυτόχρονα, η μειονεκτική θέση στην οποία αυτοί βρέθηκαν εξαιτίας των υπερβολικών και αδικαιολόγητων, όπως αποδείχτηκε στη συνέχεια, φόβων τους, τους κατέστησε ανίσχυρους μπροστά στην ατσάλινη θέληση του Φύρερ να εξαπολύσει ένα νέο πόλεμο.

Έτσι, βάλθηκαν να καταστρώσουν το σχέδιο επίθεσης κατά της Πολωνίας, άλλοι με τον ενθουσιασμό του νεοφώτιστου, κι άλλοι με την εγκράτεια του επαγγελματία στρατιωτικού. Οι περισσότεροι δεν πίστευαν ότι τελικά θα χρειαζόταν να πατηθεί η σκανδάλη. Είχαν πεισθεί ότι η επιστράτευση και η εκπόνηση του σχεδίου εισβολής δεν ήταν παρά ένα ακόμη τρικ του ηγέτη τους, προκειμένου να εκφοβίσει τις Δυτικές Δυνάμεις και να υποχρεώσει την πολωνική κυβέρνηση σε άμεση αποδοχή των απαιτήσεών του.



Γερμανός αξιωματικός πυροβολεί εν ψυχρώ δύο Πολωνούς,
που τόλμησαν να αντισταθούν. Απογυμνώθηκαν προκειμένου να διαπιστωθεί
η ιδιότητά τους. Προφανώς ανήκουν στην ομάδα των στρατιωτών,
που μεταμφιεσμένοι σε υπαλλήλους των Πολωνικών Ταχυδρομείων
υπερασπίστηκαν το ταχυδρομικό κτίριο του Danzig



Το σχέδιο προέβλεπε κατ’ αρχήν την υποβοήθηση της εισβολής “εκ των έσω”. Προς τούτο ο Στρατηγός Fedor von Bοck, που κατά την διάρκεια του πολέμου θ’ αναλάμβανε τη διοίκηση της Ομάδας Στρατιών Βορρά, υποστήριξε την συγκρότηση μιας μυστικής δύναμης περίπου 12.000 ανδρών γερμανικής καταγωγής του Danzig, που θα χρησιμοποιούνταν την κατάλληλη στιγμή σε ενέργειες δολιοφθοράς.

Ταυτόχρονα, πράκτορες των SS είχαν διεισδύσει στην πολωνική επικράτεια, με σκοπό την προπαγάνδα, την δημιουργία επεισοδίων και σαμποτάζ σε στρατιωτικές βάσεις. Κάποια πολεμικά πλοία θ’ αναλάμβαναν τον εφοδιασμό τους, προσποιούμενα μηχανική βλάβη καθ’ οδόν, ώστε να ελλιμενιστούν στο Danzig και τη νύχτα να ξεφορτώσουν κρυφά.

Τέλος, μια δήθεν αποστολή αθλητών, που στην ουσία επρόκειτο για καλά εκπαιδευμένους άνδρες των SS, έφτασε στο Danzig με πρόφαση μιας επίδειξης, αλλά παρέμειναν εκεί ακόμη και μετά το πέρας της εκδήλωσης. Όλους αυτούς θα τους συντόνιζε και θα τους διοικούσε ο Υποστράτηγος Friedrich Georg Eberhardt, που κατέφθασε στο Danzig με πολιτικά.

Ανάλογες οδηγίες είχε λάβει και ο Gauleiter του Danzig Albert Förster -ένας πρώην τραπεζικός, που από το 1930 ήταν αρχηγός του NSDAP της περιοχής.


“Μου χρωστούσαν 100 μάρκα, έχω μαζέψει τα 99
και τώρα θα πάρω πίσω ακόμη και την τελευταία πεντάρα!”
Αδόλφος Χίτλερ - 11/6/1939 (σχετικά με την Πολωνία)


Προβλεπόμενη ημερομηνία έναρξης των επιχειρήσεων κατά την OKW ήταν η 25η Αυγούστου. Ο Χίτλερ θα έπρεπε οπωσδήποτε να έχει πάρει την οριστική του απόφαση το αργότερο δέκα μέρες πριν. Ήταν σημαντικό να προλάβουν τις φθινοπωρινές βροχοπτώσεις, που μετέβαλλαν την πολωνική γη σε απέραντο βάλτο και δυσκόλευαν αφάνταστα τις μετακινήσεις των στρατευμάτων, ιδίως των αρμάτων μάχης και του πυροβολικού.

Επίσης, το πρόβλημα θα επιδεινωνόταν από το φούσκωμα των πολλών ποταμών που διέτρεχαν τη χώρα. Η πίεση των χρονικών προθεσμιών ήταν λοιπόν δικαιολογημένη, μα δημιουργούσε στον Χίτλερ ένα επιπλέον άγχος μέσα στον γενικότερο πολιτικό και διπλωματικό πυρετό. Τελευταία τον απασχολούσε πολύ το θέμα της δημιουργίας μιας εικονικής αφορμής, που θα προκαλούσε την στρατιωτική εισβολή. Η σκηνοθεσία κάποιων “γεγονότων” ενάντια στους γερμανικούς πληθυσμούς της Πολωνίας και κάποιες προπαγανδιστικές ενέργειες ήταν αναγκαία για την ύπαρξη μιας τυπικής έστω δικαιολογίας.

Ο Αρχηγός των SS (Obergruppenführer SS) Reinhard Heydrich ήδη στα μέσα Αυγούστου ήταν σε θέση να του παρουσιάσει δύο σενάρια, σύμφωνα με τα οποία κάποιοι πράκτορές του θα καταλάμβαναν τον ραδιοφωνικό σταθμό του Gleiwitz και θ’ αποτολμούσαν μια προπαγανδιστική εκπομπή, ενώ μια άλλη ομάδα φανατικών θα μεταμφιέζονταν σε Πολωνούς στρατιώτες για να δημιουργήσουν επεισόδιο στον τελωνειακό σταθμό του Hochlinden, παρασύροντας τους αυθεντικούς Πολωνούς της περιοχής σε μια γενίκευση της σύρραξης.


Γερμανική δραστηριότητα στην πολωνική πρωτεύουσα


Στις 15 Αυγούστου ο Χίτλερ ανακοίνωσε στην ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων ότι η προγραμματισμένη για τις 25 τρέχοντος επίθεση κατά της Πολωνίας θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη. Τα θωρηκτά Graf Spee και Deutschland με 14 υποβρύχια ξεκίνησαν ν’ ανοιχτούν στον Ατλαντικό.

Η Υπηρεσία Πληροφοριών του Στρατού, η περιβόητη Abwehr του Wilhelm Canaris, σε συνεργασία με τα SS είχε σχεδιάσει συντονισμένες επιχειρήσεις στα μετόπισθεν των πολωνικών γραμμών, που θα λάμβαναν χώρα την παραμονή της επίσημης επίθεσης.

Συγκεκριμένα, κρινόταν σκόπιμο να καταληφθεί η δίδυμη σήραγγα της Jablónka, που εξυπηρετούσε την σιδηροδρομική γραμμή Βιέννης - Βαρσοβίας, γιατί πιστευόταν ότι οι Πολωνοί θα την ανατίναζαν σε περίπτωση οπισθοχώρησης.

Έτσι θα δυσκόλευαν την προέλαση της 14ης Στρατιάς του Στρατηγού Wilhelm List που θα εφορμούσε από νότια. Η Abwher, πάλι, διατάχτηκε να τροφοδοτήσει μια μονάδα SS με πολωνικές στρατιωτικές στολές, με τις οποίες έντυσαν κάποιους κατάδικους από το στρατόπεδο του Oranienburg, που τους μετέφεραν σε πολωνικό έδαφος και τους εκτέλεσαν προσπαθώντας να ενοχοποιήσουν την πολωνική πλευρά.

Στο σημείο που το μέτωπο συνέκλινε στο στενό διάδρομο του Danzig, ο ποταμός Wisłą αποτελούσε κρίσιμο φυσικό εμπόδιο. Στην περιοχή του Dirschau υπήρχαν δυο γέφυρες που οδηγούσαν κατευθείαν στο Danzig. Αυτές έπρεπε πάσει θυσία να διατηρηθούν ανέπαφες, προκειμένου να εξασφαλιστεί η προέλαση των γερμανικών μεραρχιών.

Ο Χίτλερ ασχολήθηκε προσωπικά με την κατάστρωση ενός σχεδίου υπεράσπισης αυτών των γεφυρών, που περιελάμβανε τον έγκαιρο βομβαρδισμό των φρουρών τους, ώστε να μην ανατιναχτούν από τους Πολωνούς. Στο σημείο θα έσπευδε από την Πρωσία ο Αντισυνταγματάρχης Gerhardt Medem με μια δύναμη σκαπανέων και πεζικού για να τις κρατήσει για λογαρισμό της κύριας δύναμης κρούσης στην περιοχή, δηλδή την Ομάδα Στρατιών Βορράς.

Η ενέργεια θα έπρεπε να εκδηλωθεί ταυτόχρονα με την έναρξη της πρώτης επίσημης επιχείρησης του σχεδίου “Λευκή”, που ήταν ο βομβαρδισμός του λιμανιού της πόλης Gdynia, βόρεια του Sopot. Μια ακόμη ενέργεια που προβλεπόταν ήταν ο βομβαρδισμός από την θάλασσα του οχυρού Westerplatte, στην είσοδο ακριβώς του λιμένα του Danzig. Την αποστολή αυτή θ’ αναλάμβανε το πολεμικό σκάφος Schleswig Holstein.

Ο Φύρερ όρισε την έναρξη των επιχειρήσεων για τις 4:30 της 26ης Αυγούστου. Η δεύτερη φάση (κίνηση “Υ”) θα άρχιζε στις 8:00 και θ’ αφορούσε την μετάβαση στρατευμάτων σιδηροδρομικώς στα ανατολικά της Γερμανίας (για τις ανάγκες της εφόδου) και στα δυτικά (για τις ανάγκες της άμυνας από τυχόν δυτική επέμβαση). Παντού επικρατούσε πολεμικός πυρετός.

Παραμονές της επίθεσης, ο Συνταγματάρχης Erwin Rommel (που πρό-σφατα είχε διοριστεί διοικητής του Επιτελείου του Φύρερ) μετέβη στο Μπαντ Πόλτσιν της Πομερανίας, στο Στρατηγείο της Ομάδας Στρατιών Βορράς, ως αξιωματικός - σύνδεσμος με τον Χίτλερ. Ο πλοίαρχος Puttkamer ανεκλήθη από τα καταδρομικά και ανέλαβε την θέση του υπασπιστή του Ναυτικού. Ο Αντισυνταγματάρχης Nikolaus von Vormann στις 12.30΄μ.μ. παρουσιάστηκε στην Καγκελαρία για ν’ αναλάβει την θέση του συνδέσμου αξιωματικού με τους Επιτελείς. 
Ωστόσο, ενώ στις 15:02 της 25ης Σεπτεμβρίου 1939 ο Φύρερ ανήγγειλε την έναρξη της επιχείρησης “Λευκή”, μέσα σ’ ένα κλίμα φοβερής έντασης λόγω της καθυστέρησης της απάντησης του Μουσολίνι σχετικά με τις “ευλογίες” του για την επικείμενη επίθεση, ο ίδιος αναγκάστηκε λίγες ώρες αργότερα ν’ ανακαλέσει. Αιτία ήταν η διαβεβαίωση πως η Αγγλία δεν θα δίσταζε να επιβεβαιώσει έμπρακτα την συμμαχία της με την Πολωνία, αν παραβιάζονταν τα σύνορά της.


Ένας αγώνας δρόμου άρχιζε εκείνη την στιγμή, προκειμένου να ειδοποιηθούν εγκαίρως οι Στρατηγοί και τα διάφορα ένοπλα τμήματα της μεθορίου για την ανάκληση της επίθεσης. Ο Brauchitsch στην πραγματικότητα δέχτηκε την ματαίωση με ανακούφιση, γιατί έτσι θα μπορούσε να προετοιμαστεί καλύτερα. 

Το ίδιο ανακουφισμένος εμφανίστηκε και ο Χίτλερ την επόμενη μέρα. Η επίθεση είχε μόλις την τελευταία στιγμή ματαιωθεί. Βέβαια κάποια “παρατράγουδα” δεν μπορούσαν ν’ αποφευχθούν. Μια μικρή γερμανική περίπολος προωθημένη σε πολωνικό έδαφος δεν έλαβε την εντολή μη επίθεσης κι έπεσε στα χέρια των Πολωνών.

Η ομάδα του Υπολοχαγού Herzner, που αποτελείτο από άνδρες της Abwher, είχε διεισδύσει εγκαίρως για να κρατήσουν ανέπαφα τα τούνελ της Jablónka, από τα οποία διερχόταν η σιδηροδρομική γραμμή, αλλά εξουδετερώθηκαν από τους Πολωνούς, ενώ ήδη κυκλοφορούσε η επίσημη αποκήρυξή τους από την γερμανική κυβέρνηση, που τους χαρακτήριζε Σλοβάκους αντιδραστικούς. 

Τελικά, η επίθεση ορίστηκε αμετάκλητα για την 1η Σεπτεμβρίου. Η ανυποχωρητικότητα των Πολωνών να ενδώσουν στις επιδιώξεις του Χίτλερ και η ανελαστικότητα της αγγλικής πολιτικής δεν άφηναν πλέον κανένα περιθώριο. 

Η ένοπλη σύρραξη και οι επίσημες επιχειρήσεις 

Τίποτα στην αρχική φάση των συγκρούσεων δεν προμήνυε την τελική λαμπρή έκβαση του πολέμου υπέρ των Γερμανών. Στις 4:45΄ τα χαράματα οι πρώτες μονάδες παραβίαζαν την γερμανοπολωνική μεθόριο και η Luftwaffe σφυροκοπούσε από αέρα τις οχυρώσεις, τα στρατόπεδα και τα αεροδρόμια των Πολωνών.

Ο αρχικός πανικός όμως δεν κράτησε, γιατί η ψυχολογία του πολωνικού λαού και του στρατού ήταν ακμαιότατη και το φρόνημά τους αγέρωχο. Κατ’ αρχήν, προς μεγάλη έκπληξη των Γερμανών Επιτελών, πολλές από τις επιχειρήσεις δολιοφθοράς που είχαν επιμελώς προσχεδιαστεί απέτυχαν. Οι σιδηροδρομικοί υπάλληλοι κατάφεραν να σταματήσουν στον σταθμό του Σίμονσντορφ τα δυο τρένα με τους καμουφλαρισμένους Γερμανούς, που σαν αποστολή τους είχαν την προστασία της γέφυρας του Dirschau -αυτό στοίχισε αργότερα την ζωή τους.

Λίγο πιο κάτω, παρά τον επιτυχή βομβαρδισμό της φρουράς της, η γέφυρα του Dirschau είχε μπλοκαριστεί και τελικά ανατι-νάχτηκε, όπως κι αυτή του Γκράουντεντς. Μέσα στο Danzig, η αντίσταση ήταν σθεναρή, εστιασμένη κυρίως στο ταχυδρομικό κτήριο. Όσοι τελικά συνελήφθησαν και αποδείχτηκε ότι ανήκαν στον πολωνικό στρατό εκτελέστηκαν επί τόπου. Αλλά και η διάσωση του τούνελ της Jablónka απέτυχε.

Πάντως, η άμυνα της Πολωνίας παρουσίαζε γενικά τεράστιες δυσκολίες. Η χώρα ήταν εκτεθειμένη στην επίθεση από βόρεια, δυτικά και νότια. Ήταν υποχρεωμένη λοιπόν να καλύψει με τα στρατεύματά της ένα αρκετά μεγάλο μέτωπο (περίπου 2.800 χλμ.), πράγμα που δημιουργούσε πρόβλημα στους τομείς της λογιστικής και του ανεφοδιασμού. Το οδικό και σιδηροδρομικό δίκτυο ήταν απαρχαιωμένο.

Επίσης, ο Πολωνικός Στρατός δεν μπορούσε ν’ αντέξει πόλεμο μακράς διάρκειας, γιατί η κάλυψη των βασικών του αναγκών σε υλικό εξοπλισμό εξυπηρετείτο με εισαγωγή από το εξωτερικό. Με την Ρωσία τώρα σύμμαχο του Χίτλερ, την Ουγγαρία φιλική προς τους Γερμανούς και την Τσεχοσλοβακία ήδη εξουδετερωμένη, η Πολωνία είχε καταδικαστεί σε απόλυτη απομόνωση. Οι δυνάμεις της αποτελούνταν από περίπου 2.000.000 άνδρες (συμπεριλαμβανομένων και κάποιων ειδικών εφεδρικών σωμάτων), 500.000 πολιτοφύλακες, 1.100 ελαφά άρματα μάχης παλαιάς τεχνολογίας και 900 αεροπλάνα -όλα αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Άλλωστε, μόνο 500 από τα άρματα αυτά και 500 από τα αεροπλάνα ήταν ετοιμοπόλεμα. 

Οι ελλείψεις αφορούσαν επίσης σε νευραλγικούς τομείς, όπως η αντιεροπορική και αντιαρματική κάλυψη, η αμεσότητα εκτέλεσης ενός σχεδίου επιστράτευσης και η οχυρωματική δραστηριότητα. Η επιστράτευση των αρχικά 1.000.000 ανδρών έγινε με αρκετή καθυστέρηση, σύμφωνα με τις οδηγίες των Άγγλων και των Γάλλων, ώστε να μην θεωρηθεί πρόκληση από τον Χίτλερ. Αυτός ο πολύγλωσσος, στερημένος εξοπλισμού σύγχρονης τεχνολογίας  αλλά ενθουσιώδης στρατός παρατάχθηκε από τα σύνορα με την Πρωσία έως τα Καρπάθια όρη, αφήνοντας αναγκαστικά τις ανατολικές επαρχίες προς την ρωσική μεθόριο αφύλακτες.

Και μάλιστα, όλες αυτές οι διάσπαρτες δυνάμεις δεν θα μπορούσαν να ελπίζουν σε αξιόλογη συνδρομή εφεδρικών στρατευμάτων, αφού μονάχα 3 σχηματισμοί προβλέπονταν για τον σκοπό αυτό: 2 για την ενίσχυση των στρατιών Poznań και Łódź και 1 για την στρατιά Narew.

Ο Στρατάρχης Ριντζ Σμίκλυ, που είχε εκπονήσει το σχέδιο άμυνας, διέπραξε το σφάλμα της ανελαστικής συγκέντρωσης των πολωνικών δυνάμεων (8 Στρατιές), για ν’ αντιμετωπίσουν μετωπικά τους Γερμανούς κατά τρόπο γραμμικό, δηλαδή σε διάταξη αντιπαράθεσης. Ήλπιζε έτσι να καθυστερήσει τους εισβολείς τουλάχιστον μέχρι την άφιξη φίλιων δυνάμεων από την Αγγλία και την Γαλλία -κάτι που ποτέ δεν πραγματοποιήθηκε.

Έτσι, αφέθηκε στο έλεος των εισβολέων, που με 56 μεραρχίες συνολικά (9 από τις οποίες τεθωρακισμένες) φιλοδοξούσαν να συντρίψουν τις δικές του ανάμεσα στην ατσάλινη λαβίδα δύο Ομάδων Στρατιών: του Βορρά, με διοικητή τον Fedor von Bock, και του Νότου, με διοικητή τον Gert von Rundstedt.

Η Ομάδα Στρατιών Βορράς (630.000 άνδρες) αποτελείτο από την 4η Στρατιά του Günther Hans von Kluge (12 μεραρχίες), που εφορμούσε από την Πομερανία, και την 3η Στρατιά του Georg von Kuhler (8 μεραρχίες), που εφορμούσε από την Πρωσία. Αντικειμενικός σκοπός του πρώτου ήταν ν’ αντιμετωπίσει την στρατιά Pomorska του Στρατηγού Władisław Bortnofski, ολοκληρώνοντας την κατάληψη του διαδρόμου του Danzig μέσω της πόλης Bydgoszcz, και στη συνέχεια να βαδίσει κατά μήκος των ακτών του ποταμού Wisła, ενώνοτας τις δυνάμεις του με την δεξιά πτέρυγα της 3ης στρατιάς εναντίον της Βαρσοβίας.

Ο Kuhler θα βάδιζε  κατευθείαν κατά της πολωνικής πρωτεύουσας, αντιμετωπίζοντας την Στρατιά Modlin. Στις 3 Σεπτεμβρίου την εξανάγκασε να υποχωρήσει αφήνοντάς του 10.000 αιχμαλώτους. Το αριστερό τμήμα του Kuhler θα προωθείτο κατά της πόλης του Białystok και κατόπιν του Briest Litowsk, αντιμετωπίζοντας την Σταρτιά Narew, που είχε λάβει θέσεις κοντά στον ομώνυμο ποταμό, βορειότερα από τον ποταμό Bug. 

Ο Kluge ενήργησε σύμφωνα με το σχέδιο, παγιδεύοντας μέσα στον διάδρομο του Danzig 2 πολωνικές μεραρχίες και την Tαξιαρχία Iππικού Pomorska, που έμελλε να γίνει θρύλος εξαιτίας της ηρωικής, όσο και απενενοημένης, εφόρμησής της κατά των γερμανικών Panzer με λόγχες και σπάθες -ντεκόρ ασφαλώς μιας άλλης εποχής! Τα πολυβόλα θέριζαν τους υπερήφανους και άφοβους ιππείς κατά δεκάδες, σ’ ένα μακελειό χωρίς προηγούμενο.

Ο Kuhler προωθήθηκε κι αυτός σχεδόν ταυτόχρονα, σύμφωνα με το επιτελικό πλάνο. Το 1ο ΣΣ και η δύναμη Wodring βάδισε προς την πρωτεύουσα, ενώ το 21ο ΣΣ κατευ-θύνθηκε να συναντήσει το 19ο ΣΣ του Στρατηγού Heinds Guderian, που ερχόταν από την Πομερανία.

Η Ταξιαρχία Eberhardt εγκλώβισε την φρουρά του Danzig στο Westerplatte, όπου την διέλυσε. Αλλά οι δυνάμεις του Guderian, στην προσπάθεια υπεκέρασης της πολωνικής γραμμής άμυνας, είχαν προωθηθεί τόσο πολύ, ώστε στις 2 Σεπτεμβρίου ακινητοποιήθηκαν λόγω έλλειψης... καυσίμων! Το πρόβλημα, ωστόσο, γρήγορα λύθηκε με τις θαρραλέες επεμβάσεις των γερμανικών μονάδων ανεφοδιασμού, που εκμεταλλεύτηκαν το χάος που επικρατούσε στις πολωνικές τάξεις λόγω των σφοδρών βομβαρδισμών εδάφους - αέρος και τον πανικό από την ταχύτατη προέλαση των Panzer. 

Παράλληλα, ενεργούσε η Ομάδα Στρατιών Νότος (886.000 άνδρες), που την αποτελού-σαν 3 στρατιές: η 8η (7 μεραρχίες) με διοικητή τον Johannes Blaskowitz, η ισχυρότατη 10η (17 μεραρχίες)  του Walter von Reichenau και η 14η (14 μεραρχίες) του Wilhelm List.

Ο Blaskowitz αναλάμβανε τον ρόλο του προστάτη της αριστερής πτέρυγας της 10ης στρατιάς, που κύριο αντικειμενικό σκοπό είχε να βαδίσει κατευθείαν προς την Βαρσοβία, αντιμετωπίζοντας την στρατιά του Łódź με διοικητή τον Στρατηγό Jórzef Rommel

Πράγματι, μέσα σε 3 μέρες ο Reichenau κατάφερε να διαλύσει τους συνδετικούς σχηματισμούς μεταξύ των στρατιών Łódź και Kraków, ενώ ο Blaskowitz απομόνωσε ουσιαστικά την στρατιά Poznań από αυτήν του Łódź, υποχρεώνοντάς την σε καταστροφική αναμονή, αφού περικυκλωμένη από τους εισβολείς παρέμενε αδρανής. Οι Γερμανοί απλώς την καθήλωσαν με εφεδρικές δυνάμεις, ώστε το κυρίως επιθετικό μέτωπό τους, δηλαδή το βόρειο και το νοτιοδυτικό, να παραμένει απερίσπαστο. 

Τέλος, ο List επρόκειτο να βαδίσει εναντίον της βιομηχανικής περιοχής Opolskie και Małopolskie, με στόχο να καταλάβει την σημαντική πόλη Katowice και μετά να χτυπήσει την Kraków. Προς τούτο δραστηριοποίησε επιτυχώς τον ικανότατο διοικητή ομάδας τεθωρακισμένων Ewalf von Kleist. Κατόπιν, όλη η 14η στρατιά θα εκινείτο νότια και παράλληλα με τη νοητή γραμμή των πόλεων Tarnów και Rzesów και θ’ αντιμετώπιζε την αντίπαλη Στρατιά Podkarpackie, ώστε να προσεγγίσει την πόλη Lwów. Ένα τμήμα των δυνάμεών της τότε θα χωριζόταν προς συνάντηση της 3ης στρατιάς στο Briest Litowsk, κυκλώνοντας την πόλη Lublin.

Μελετώντας τον χάρτη, έυκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι η διπλή λαβίδα που επιχειρού-σαν οι Γερμανοί, με πρώτο κλείσιμό της στην Βαρσοβία και δεύτερο στο Briest Litowsk, θα απέκοπτε τα πολωνικά στρατεύματα κατά την υποχώρησή τους. Όσοι διέφευγαν την πρώτη λαβίδας θα συναντούσαν την επόμενη, που θα τους στερούσε μια τελική διαφυγή στη Ρουμανία. Η λανθασμένη διάταξη επέβαλε στους Πολωνούς στρατιώτες να αγωνιστούν ουσιαστικά μέχρις εσχάτων, γιατί κι αυτό ακόμη το ενδεχόμενο της υποχώρησης για μια τακτική αναδίπλωση ήταν καταδικασμένο εξαιτίας της ταχύτητας των γερμανικών Panzer.

Ήδη από τις πρώτες μέρες του πολέμου, τα τεθωρακισμένα των εισβολέων είχαν υπερκεράσει τις αμυντικές θέσεις τους σε κάποια σημεία σε βάθος 80 χλμ.! Αυτή η αστραπιαία τακτική διείσδυσης στα μετόπισθεν του εχθρού και αποκοπής του από τις γραμμές ανεφοδιασμού, που έμεινε στην ιστορία ως “Blitzkrieg”, έμελλε να χαρακτηρίσει τις πιο λαμπρές νίκες του γερμανικού στρατού κατά τις πρώτες φάσεις του ευρωπαϊκού πολέμου.

Αυτό που θα μπορούσαν να κάνουν οι Πολωνοί ήταν να προτιμήσουν από την αρχή μια αμυντική ημικυκλική διάταξη μικρότερης ακτίνας, γύρω από την Βαρσοβία, με ταυτόχρονη απομάκρυνση των αεροσκαφών τους νοτιοανατολικά. Έτσι οι μεραρχίες τους θα μπορούσαν να καλύψουν ένα μικρότερο σε μήκος μέτωπο, θα γλίτωναν τ’ αεροσκάφη τους από την Luftwaffe και οι εισβολείς θα προβληματίζονταναπό τα ποτάμια που διατρέχουν τη χώρα.

Αντί αυτού, ο άκρατος πατριωτισμός και η ψυχολογική στάση που διατηρούσαν προς κάθε σπιθαμή πολωνικής γης τους ώθησε στην επιλογή της υπεράσπισης ταυτόχρονα ολόκληρης της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας, παρά την οφθαλμοφανή υπεροχή των Γερμανών σε έμψυχο και άψυχο υλικό. Πολλά από τα αεροπλάνα τους βομβαρδίστηκαν στο έδαφος, παρά την πυκνή ομίχλη που αρχικά επικρατούσε και δυσκόλευε την στόχευση των Γερμανών πιλότων. Κάποια από αυτά είχαν προλάβει να τα διασπείρουν, ώστε να μην αποτελούν εύκολο στόχο, αλλά πολύ σύντομα οι φόβοι τους δικαιώθηκαν.

Εξάλλου, το υπερήφανο πολωνικό ιππικό των 12 μεραρχιών, παρά την αγέρωχη στάση που κράτησε, δεν ήταν δυνατό ν’ ανταγωνιστεί τα περίφημα Panzer με λόγχες και σπαθιά. Τα εχθρικά πυροβόλα, πάλι, ήταν σε θέση να κατακεραυνώνουν τους ιππείς από μεγάλη απόσταση, όπως και τα νέου τύπου βομβαρδιστικά καθέτου εφόρμησης Ju87 Stuka, που με την σειρήνα στο κάτω μέρος του ρύγχους προκαλούσαν πανικό. Ο κάθετος τρόπος που εφορμούσαν τα αεροπλάνα αυτά διευκόλυνε σε τέτοιο βαθμό την στόχευση για την ρίψη βομβών, που το τελικό αποτέλεσμα ήταν άριστο. 

Μέσα στις δύο πρώτες μέρες της εισβολής η πολωνική αεροπορία σχεδόν καταστράφηκε. Στο έδαφος, οι πολωνικές δυνάμεις πολέμησαν γενναία, αλλά αργότερα αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν. Μόνο η εγκλωβισμένη στρατιά του Poznań βρισκόταν ακόμη στην θέση της. Βορειότερα, η στρατιά Narew κατάφερε ν’ ανακόψει την 3η στρατιά του Kuhler, αλλά υπερφαλαγγίστηκε κι αναγκάστηκε να υποχωρήσει στα μοναδικά αξιόλογα οχυρωματικά έργα που διέθεταν οι Πολωνοί, κοντά στον ομώνυμο ποταμό.

Η στρατιά του Łódź αποκόπηκε στα δύο κάτω από την πίεση της 10ης στρατιάς του Reichenau, με αποτέλεσμα ν’ αναγκαστεί να υποχωρήσει προς τα ανατολικά, στις πόλεις Radom και Kielce, νότια της Βαρσοβίας. Ένα τμήμα αυτής της στρατιάς υποχώρησε βορειοδυτικά, προς τις μικρές πόλεις Kutno και Konin, δυτικά της πρωτεύουσας, που τώρα πλέον κινδύνευε άμεσα από την ταχύτατη προέλαση 2 τεθωρακισμένων μεραρχιών της 10ης στρατιάς που εκμεταλλεύ-τηκε αμέσως το ρήγμα.

Λίγο πριν το τέλος της δεύτερης εβδομάδας των συγκρούσεων, ο πολωνικός στρατός των 2.500.000 ανδρών είχε εντελώς αποδιοργανωθεί. Το τμήμα της στρατιάς Łódź που είχε αποσυρθεί στο Radom περικυκλώθηκε και καταστράφηκε εντελώς, οπότε ο Reichenau συνέχισε ανενόχλητος προς Βαρσοβία, τα περίχωρα της οποίας είχαν ήδη προσεγγίσει οι 2 προωθημένες τεθωρακισμένες της μεραρχίες που προαναφέρθηκαν. Αυτές αναγκάστηκαν να περιμένουν την άφιξη των υπολοίπων δυνάμεων του πεζικού.

Ωστόσο, η 3η στρατιά του Kuhler είχε πια κυκλώσει την πρωτεύουσα από τα ανατολικά, ενώ το αριστερό τμήμα της είχε ξεκοπεί από το μέτωπο σε απόσταση περίπου 150 χλμ., στην τοποθεσία της Briest Litowsk.

Τώρα, καθώς η γερμανική λαβίδα έκλεινε τα θανάσιμα σαγόνια της γύρω από την Βαρσοβία, όπου είχαν συγκεντρωθεί τα απομεινάρια του πολωνικού στρατού (12 μεραρχίες συνολικά, μαζί με την στρατιά του Poznań, που στο μεταξύ είχε υποχρεωθεί σε αναδίπλωση), θα παιζόταν η τελευταία σκηνή του δράματος. Λαός και στρατός αποφάσισαν την “υπέρ βωμών και εστιών” αντίσταση σε μια σπάνια επίδειξη θάρρους και ηρωισμού. 

Στη νότια πλευρά της πόλης η 10η στρατιά άνοιξε ένα ρήγμα προς την πρωτεύουσα, προστατευόμενη από την ασθενή 8η Στρατιά του Blaskowitz. Ο διοικητής της Στρατιάς Poznań, Στρατηγός Stanisław Kutrszeba, βλέποντας την αδυναμία της 8ης αποφάσισε να χτυπήσει νότια, επικεντρώνοντας τα πυρά του στα πλευρά των γερμανικών δυνάμεων. Η κίνηση αυτή κατάφερε ν’ ανακόψει προσωρινά την εχθρική προέλαση κι απασχόλησε τμήμα-τα της 10ης και 4ης Στρατιάς, που έσπευσαν σε βοήθεια.

Σκληρή μάχη 10 ημερών δόθηκε στον ποταμό Βzura. Ιδίως στο διάστημα 15 - 18 Σεπτεμβρίου, το αίμα κι από τις δυο παρα-τάξεις πότιζε αφειδώς την πολωνική γη. Η γερμανική 30η μεραρχία πεζικού κατέβαλε ηρωικότατες προσπάθειες για να συγκρατήσει τους Πολωνούς, αλλά η 11η και 38η μεραρ-χία πεζικού κατατρόπωσαν τις γερμανικές δυνάμεις και διέφυγαν.

Τελικά, κάτω από ανηλεή αεροπορικό βομβαρδισμό κι ακατάπαυστη πίεση αλλεπάλληλων μαζικών επιθέσεων, η Στρατιά Poznań υπέκυψε δοξασμένη στις 19 Σεπτεμβρίου, παραδίδοντας 170.000 αιχμαλώτους. Το τραγικό λάθος της ήταν που προτίμησε να κατευθυνθεί νότια επιδιώκοντας την εμπλοκή με τις γερμανικές δυνάμεις, αντί ν’ αποσυρθεί ανατολικά προς την Βαρσοβία, συντελώντας στην άμυνά της.

Αλλά και στο νοτιότερο άκρο του μετώπου, η 14η στρατιά του List επέδειξε ανάλογες επιτυχίες. Ήδη από τις 12 του μηνός είχε φτάσει στο Lwów κι από εκεί εξαπέλυσε προς τα βόρεια φοβερή επίθεση, ώστε στις 17 Σεπτεμβρίου να καταφέρει να ενώσει τις δυνάμεις της με αυτές της 3ης που ερχόταν από το Briest Litowsk. Η εξωτερική λαβίδα είχε πια κι αυτή κλείσει τα θανατηφόρα σαγόνια της. Μονάχα η Βαρσοβία και το Modlin ακόμη αντιστέκονταν, σ’ έναν πράγματι συγκινητικό αγώνα να υπερασπιστούν ό,τι απέμενε.

Ακόμη και πολίτες έλαβαν μέρος στην απέλπιδα αυτή προσπάθεια, αντέχοντας με θαυμαστή καρτερία τους συνεχείς τρομακτικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς και τους κανονιοβολισμούς από πυροβόλα μεγάλου διαμετρήματος, που για τον σκοπό αυτό είχαν μεταφερθεί από τα δυτικά ευρωπαϊκά σύνορα.

Η πτώση της υπερήφανης Βαρσοβίας ήταν ζήτημα χρόνου. Στις 27 Σεπτεμβρίου υπέκυψε, παραδίδοντας 140.000 αιχμαλώτους. Μια μέρα αργότερα έπαυσε και η αντίσταση του Modlin, που παρέδωσε 24.000 αιχμαλώτους.

Η επέμβαση του Κόκκινου Στρατού: Ένας θλιβερός επίλογος

Μέσα σε όλη αυτή την κοσμοχαλασιά, είχε πλέον σημάνει η ώρα του Στάλιν. Στις 17 Σεπτεμβρίου τα ρωσικά στρατεύματα παραβίασαν τα ανατολικά σύνορα της χώρας κι έσπευσαν να καταλάβουν την πρωτεύουσα της Λιθουανίας Wilno, που τότε ανήκε στην Πολωνία. Στη συνέχεια προχώρησαν νοτιοδυτικά, για να συναντηθούν με τις γερμανικές δυνάμεις στο Briest Litowsk.

Φαίνεται πως η ιστορία τελικά παίζει απίστευτα παιχνίδια: ακριβώς σε αυτή την πόλη, κατά την διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ρώσοι υπέγραψαν χωριστή από τους συμμάχους τους συνθήκη με την Γερμανία του Κάιζερ, παραβιάζοντας τη συμφωνία με τους συμμάχους τους. Τώρα, Γερμανοί και Ρώσοι αντάλασσαν φιλοφρονήσεις και χαμόγελα ικανοποίησης, ξεχνώντας την αλλοτινή έχθρα προς όφελος του κοινού συμφέροντος.

Στις 29 Σεπτεμβρίου υπογράφτηκε μεταξύ τους η συμφωνία του διαμελισμού της ηττημένης Πολωνίας.

Η εισβολή των σοβιετικών στρατευμάτων υπήρξε ο πλέον προδοτικός επίλογος για τις ασθενείς πολωνικές δυνάμεις, που με την μορφή τοπικών σχηματισμών πάσχιζαν να συμπτυχθούν νοτιοανατολικά, στα σύνορα με την Ρουμανία και την Ουγγαρία. Αφελώς, ήλπιζαν ακόμη σε βοήθεια από τη Δύση. Αυτή ποτέ δεν εμφανίστηκε, όπως και οι αναμενόμενες βροχές του φθινοπώρου.

Οι παρατεταμένες ξηρασίες ήταν που εξασφάλισαν για τα Panzer και την Luftwaffe τις καλύτερες επιχειρησιακές συνθήκες. Και με την εμφάνιση των 35 ρωσικών μεραρχιών, που με ιδιαίτερο ζήλο βάλθηκαν να μάχονται τις διαλυμένες πολωνικές μονάδες και να αξαρθρώνουν τους εναπομείναντες θύλακες αντίστασης, η ελπίδα ξεψύχησε. Κάποιοι διέφυγαν με πλοία και υποβρύχια στην Αγγλία, για να καταταγούν στο Βρετανικό Πολεμικό Ναυτικό και να συνεχίσουν τον αγώνα.

Ο ίδιος ο Στρατάρχης Ριντζ Σμίκλυ κατάφερε να φτάσει στη Ρουμανία μαζί με 100.000 άνδρες. Αλλά περισσότεροι από 200.000 συνελήφθησαν από τον Κόκκινο Στρατό και υπέστησαν τα πάνδεινα. Οι περισσότεροι εξοντώθηκαν με άγριο τρόπο. Περίπου 10 ημέρες πριν την πτώση της Βαρσοβίας, ο Στάλιν διέταξε ένα φοβερό έγκλημα: την ομαδική δολοφονία χιλιάδων παραδομένων Πολωνών αξιωματικών, που θάφτηκαν στο Κατίν. 

Η νίκη έδωσε στην Wehrmacht όλη εκείνη την αίγλη που χρειαζόταν ο Χίτλερ για να πειστεί περί του ακαταμάχητου. Οι Γερμανοί στρατιώτες απέκτησαν την απαιτούμενη εμπειρία για να μπορέσουν να υλοποιήσουν τις μελλοντικές φιλοδοξίες του Φύρερ τους, τις εμποτισμένες στο αίμα αθώων. Η πολωνική εκστρατεία αποτέλεσε έτσι “σχολείο”, από το οποίο θα αναδύονταν οι αυριανές στρατιωτικές αυθεντίες του ένδοξου Reich.

Η επιχείρηση “Λευκή” υπήρξε σταθμός στην πορεία των Γερμανών για την πραγματοποίηση ενός ονείρου 300 χρόνων, που αφορούσε την δημιουργία μιας αυτοκρατορίας κυρίαρχης στην καρδιά της Ευρώπης. Από την εποχή της λήξης του Τριακονταετούς Πολέμου και της ταπεινωτικής για τη Γερμανία συνθήκης της Βεστφαλίας (1648), ήταν η πρώτη φορά που αυτό το όνειρο έφτανε κοντά στην πραγμάτωσή του. Μεθυσμένη τώρα η ηγεσία του στρατού από την σύντομη κι εύκολη νίκη , δεν ήταν ασφαλώς σε θέση να εκτιμήσει τα προφητικά λόγια του Στρατηγού Juliusz Rómmel κατά την παράδοση της Βαρσοβίας στους κατακτητές της: “Ο τροχός πάντα γυρίζει”. 

Παράρτημα - Blitzkrieg: Η αποθέωση των Panzer

Παρά τα αντιθέτως λεγόμενα, περί τρομερών ικανοτήτων του Γερμανικού Στρατού κατά τις πρώτες επιχειρήσεις του, το 1939 παρουσίαζε ακόμη πάμπολλες αδυναμίες σε θέματα τεχνολογικού εξοπλισμού, επάνδρωσης θέσεων και στρατηγικής αντίληψης. Πολλοί σημερινοί αναλυτές ισχυρίζονται ότι η χρονιά αυτή ήταν η πλέον ενδεδειγμένη για μια συμμαχική δυναμική επέμβαση, που θ’ απέτρεπε μια για πάντα το αιματοκύλισμα του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Αρκεί να σημειωθεί ότι, από τις 100 συνολικά μεραρχίες που οι Γερμανοί διέθεταν, μονάχα 6 ήταν πλήρως τεθωρακισμένες, 4 αποτελούσαν τη δύναμη του μηχανοκίνητου πεζικού κι επιπλέον 4 χαρακτηρίζονταν ως ελαφρά τεθωρακισμένες, στις οποίες κανείς δεν μπορούσε να βασίζεται. Ο τρόπος χρησιμοποίησής τους ήταν αυτός που κατέστησε τα Panzer φόβο και τρόμο των αντιπάλων τους.

Ο Στρατηγός Heinds Guderian αναμφισβήτητα υπήρξε ο “πατέρας” των Panzer. Αυτός πρωτοστάτησε στη δημιουργία των αρχικά 3 γερμανικών τεθωρακισμένων μεραρχιών τον Οκτώβριο του 1935. Υποστήριξε με σθένος την άποψη ότι τα άρματα μάχης θα έπρεπε ν’ απαλλαγούν από τον ρόλο αντικατάστασης του κλασικού ιππικού και να επιχειρούν πλέον ανεξάρτητα από το πεζικό σε αρκετό, αν χρειαζόταν, βάθος. Αυτή η καινοτόμος αντίληψη ερχόταν σε αντίθεση με την τότε θεώρηση των τεθωρακισμένων σαν δυνάμεις κάλυψης πεζικού, με το οποίο όφειλαν να συμπορεύονται.

 Heinz Guderian

Ο Guderian κατάφερε να επιβάλλει στο Γερμανικό Επιτελείο την τακτική των κινήσεων υπερκερασμού και κύκλωσης των αμυντικών θέσεων του αντιπάλου μέσω της γρήγορης επέλασης των Panzer, εγκαταλείποντας την νοοτροπία του στατικού πολέμου των χαρακωμάτων, που κόστιζε σε χρόνο και ανθρώπινες ζωές.

Η αρχική αντίδραση των ανώτατων στελεχών του Επιτελείου, που στην πειοψηφία τους ήταν συντηρητικοί αξιωματικοί της παλιάς σχολής, κάμφθηκε από την επιμονή του Φύρερ, που ασπάστηκε τις απόψεις του Guderian διαβλέποντας έυκολες και ταχύτατες μελλοντικές νίκες.

Όταν μάλιστα η θεωρία αυτή συμπληρώθηκε με την ιδέα των συντονισμένων επιθέσε-ων από αέρα και πυροβολικό, τότε ο Χίτλερ έγινε ο φανατικότερος οπαδός της. Αμέσως διέταξε την εντατικοποίηση της παραγωγής, παραβαίνοντας τους απαγορευτικούς όρους της συνθήκης των Βερσαλλιών, ώστε τις παραμονές της εκστρατείας στην Πολωνία να διαθέτει πάνω από 3.000 άρματα μάχης.

Όμως μόνο 360 από αυτά ήταν τύπου PzKpfw III και IV, με 5μελή πληρώματα και πυροβόλα διαμετρήματος 50mm και 75mm αντίστοιχα. Τα περισσότερα ήταν PzKpfw Ι, με διμελές πλήρωμα και μηχανική ισχύ 60 ίππων, τα οποία είχαν μόνο δύο πολυβόλα MG-34 των 7,92mm και στερούνταν παντελώς πυροβόλου, ή PzKpfw ΙΙ, με πυροβόλο των 20mm, που παρά την ανεκτική τους θωράκιση δεν έχαιραν εκτίμησης από τα ίδια τους τα πληρώματα (τα αποκαλούσαν “ατσάλινα φέρετρα”). Τα τσέχικα LT-38 Praga, που έμειναν γνωστά ως PzKpfw 38(t) διέθεταν πυροβόλο των 37mm, ήταν αξιόπιστα μηχανολογικά αλλά ευαίσθητα στις πλάγιες βολές. 

Ο Guderian στην Πολωνία είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει στην πράξη την θεωρία του. Ως διοικητής του 19ου Σώματος Panzer της 4η Στρατιά του Kluge υπήρξε ικανότατος. Η θεωρία του αποτέλεσε αμέσως “σχολή”, την οποία ακολούθησαν κι άλλοι ονομαστοί διοικητές, όπως  ο Erich von Manstein (επιτελάρχης του Rundstedt), ο Ewalf von Kleist (διοικητής ομάδας τεθ/μένων της 14ης Στρατιάς του List), και ο συνταγματάρχης τότε Erwin Rommel, που αργότερα τις εφάρμοσε πιστά στο βορειοαφρικανικό μέτωπο.

Είναι αλήθεια πως όποτε δεν εφαρμόστηκε η θεωρία του Guderian ο Γερμανικός Στρατός δοκιμάστηκε σκληρά. Για παράδειγμα, όταν οι δυνάμεις του Kuhler (3η Στρατιά) καθηλώθηκαν από την Στρατιά Mondlin στην περιοχή της Mława, αντί να τις παρακάμψουν κυκλωτικά επέμεναν σε μετωπικές επιθέσεις χάνοντας χρόνο και άνδρες.

Αντίθετα, ο Manstein τις εφάρμοσε κατά γράμμα στην επίθεσή του με την 4η Τεθ/σμένη Μεραρχία κατά της πόλης Radom, όπου είχαν απωθηθεί οι δυνάμεις της Στρατιάς του Łódź. Κυκλώνοντάς τες τις αποδεκάτισε, απειλώντας πια την Βαρσοβία από τον Νότο.

Οι Πολωνοί δεν είχαν εμπειρία στον πόλεμο των αρμάτων. Tο Ιππικό εφορμούσε με λόγχες εναντίον τους, ίσως επειδή είχε με κάποιον τρόπο διαδοθεί ότι η εξωτερική επικάλυψή τους ήταν από χαρτόνι ή λεπτό φύλλο λαμαρίνας! Όσοι από αυτούς του θαρραλέους αλλά εύπιστους ιππείς δεν θερίστηκαν από τα πολυβόλα, πείστηκαν ότι η θωράκιση των αρμάτων ήταν για τα δεδομένα της εποχής ισχυρότατη. 

Ο Χίτλερ, εντυπωσιασμένος από την εξέλιξη του πολέμου, ήθελε να δει με τα μάτια του αυτό το θαύμα των Panzer. Η ειδικά θωρακισμένη και εξοπλισμένη με αντιαεροπορικά των 20mm αμαξοστοιχία του (η Amerika) ξεκίνησε από την Πομερανία τη νύχτα της 3ης Σεπτεμβρίου και την επόμενη μέρα προσέγγισε το μέτωπο.

Σε αυτό το τρένο συνάντησε για πρώτη φορά τον Jodl, τον οποίο του σύστησε ο Keitel, κι εντυπωσιάστηκε τόσο από την γνωριμία, ώστε δεν έπαψε ποτέ να τον συμβουλεύεται μέχρι το τέλος του πολέμου το 1945. Την 4η Σεπτεμβρίου ο Χίτλερ συναντήθηκε με τον Στρατηγό Bock, τον διοικητή της Ομάδας στρατιών Βορρά, και τον Rommel για να λάβει αναφορά επί των εξελίξεων του μετώπου. Έτσι άρχισε η περιοδεία του Φύρερ σε περιοχές πολύ εγγύτερες των μαχών, μέσω μιας εξάτροχης Mercedes και με συνοδό τον Guderian.

Βλέποντας παντού τριγύρω το κατεστραμμένο πολεμικό υλικό του εχθρού και τα συντρίμια, ρώτησε τον Στρατηγό δίπλα του: “Είναι δουλειά της Luftwaffe όλα αυτά;” εννοώντας τα Stuka. Ο Guderian αυτάρεσκα του απάντησε: “Όχι Φύρερ μου, των Panzer μας!”

Ο τρόμος που τα Panzer έσπειραν ήταν χωρίς προηγούμενο. Είναι χαρακτηριστικό πως οι απλοί πολίτες είχαν λάβει οδηγίες να περιβρέχουν με βενζίνη και να καίνε τα ακινητοποιημένα, ώστε ν’ αποκλειστεί το ενδεχόμενο επαναχρησιμοποίησής τους. Ο λαός πολεμούσε μαζί με τον στρατό ακατάπαυστα. Βοηθούσε στο στήσιμο οδοφραγμάτων, χρησιμοποιούσε ακόμη και αντιαρματικά τυφέκια εναντίον των Panzer. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που, άπειροι κι ανεκπαίδευτοι, χάθηκαν κάτω από τις εχθρικές ερπύστριες. Μέχρι το τέλος της επίσκεψης του Χίτλερ στο μέτωπο (9 Σεπτεμβρίου), τα Panzer είχαν να παρουσιάσουν ακόμη πιο εντυπωσιακά αποτελέσματα. 

Η πιο ριζοσπαστική καινοτομία στην δράση των Panzer σημειώθηκε με αφορμή τις δυσκολίες που αντιμετώπιζε στο βόρειο μέτωπο η 3η Στρατιά του Kuhler, την στιγμή που η προέλασή της προς Βαρσοβία ανακόπηκε στο Mondlin. Όταν ο Bock, προσπαθώντας να δώσει λύση, διέταξε τον Guderian να συνδράμει τις δυνάμεις του Kuhler, συνάντησε την αμετακίνητη άρνηση του “πατέρα” των Panzer. Αυτός σωστά  ισχυρίστηκε ότι η 3η Στρατιά κατά κύριο λόγο ήταν δύναμη πεζικού και σαν τέτοια θα δημιουργούσε σημαντική καθυστέρηση στην ταχύτατη ανάπτυξη των αρμάτων του. Αντιπρότεινε την άμεση υπαγωγή του στην διοίκηση της ομάδας Στρατιών Βορράς και την άδεια να κινηθεί αυτόνομα προς τον ποταμό Narew και το Briest Litowsk, αποκόπτωντας κάθε πιθανότητα οχύρωσης των πολωνικών στρατευμάτων πίσω από τον ποταμό Wisła. Ο Bock ακολούθησε το σχέδιο του Guderian κι έτσι το 19ο Σώμα Τεθ/σμένων έγινε ο πρώτος στην Ιστορία αυτόνομος σχηματισμός αρμάτων μάχης.

Είναι γεγονός ότι η σύνθεση των γερμανικών Panzer Divizionen ήταν περισσότερο ελαστική από τις αντίστοιχες μεραρχίες πεζικού και τις ταξιαρχίες ιππικού των Πολωνών. Κάθε πολωνική μεραρχία πεζικού απαρτιζόταν από 3 συντάγματα, κι αυτά από 3 τάγματα και 1 τάγμα πολυβόλων, 1 σύνταγμα ελαφρού πυροβολικού, 1 μοίρα βαρέως πυροβολικού, 1 τάγμα μηχανικού, 1 λόχο διαβιβάσεων και 1 αντιεροπορική πυροβολαρχία. Λογικό ήταν να παρουσιαστούν δυσκολίες τόσο στον συντονισμό, όσο και στην ταχύτητα αναδίπλωσης όλων αυτών των μονάδων, την στιγμή που οι τεθωρακισμένες μεραρχίες των Γερμανών είχαν περισσότερο απλουστευμένη και συνεκτική δόμηση. 

Η 10η Στρατιά του Reichenau διέθετε 2 τεθ/σμένες μεραρχίες, 2 βαριές και 3 ελαφρές μηχ/τες, τις οποίες μπορούσε εύκολα να χειριστεί από το στρατηγείο του.

Η 3η Στρατιά διέθετε την τεθ/σμένη μεραρχία “Kempf”, ενώ η 4η του Kluge είχε να επιδείξει 1 τεθ/σμένη και 2 μηχ/τες. Κάθε Panzer Divizion διέθετε συνήθως μόνο 2 συντάγματα αρμάτων, με συνολική δύναμη περίπου 300-400 τανκς, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις (όπως π.χ. η τεθ/σμένη μεραρχία Ανατολικής Πρωσίας, που διέθετε 1 μόνο σύνταγμα 150 αρμάτων).

Επίσης, υπήρχαν οι ανεξάρτητες επιλαρχίες (π.χ. η 66η με 85 άρματα) και τα ανεξάρτητα συντάγματα αρμάτων (π.χ. το 25ο  με 151 και το 10ο με 74 άρματα αντίστοιχα). Έτσι εξασφαλιζόταν η ελευθερία κινήσεων των εισβολέων, ο άμεσος συντονισμός και η ανάληψη πρωτοβουλιών των διοικητών. 

Οι 11 πολωνικές ταξιαρχίες ιππικού μπορούσαν να εξασφαλίσουν μαζικότητα κατά την διάρκεια της  επέλασης. Αποτελούνταν η κάθε μια από 3-4 συντάγματα των 4 ιλών εφόδου και 1 ίλης έφιππης μοίρας πυροβολικού, καθώς επίσης και από 1 αντιεροπορική πυροβολαρ-χία. Αλλά όπως ήδη τονίστηκε, οι καιροί είχαν αλλάξει. Το ιππικό πλέον δεν ήταν παρά ένας γραφικός αναχρονισμός, που δεν θα μπορούσε ποτέ να βλάψει τα ατσάλινα Panzer.

Οι τεθ/σμένες δυνάμεις των Πολωνών, άλλωστε, ήταν υποτυπώδεις. Αποτελούνταν από 170 άρματα 7ΤΡ, 50 Renault R-35, 100 Renault FT-17 και περίπου 700 τανκέτες και θωρα-κισμένα οχήματα. Ειδικά τα Renault πάθαιναν συχνά βλάβες ή καταστρέφονταν κάποια στοιχεία τους, τα ανταλλακτικά των οποίων χρειάζονταν περισσότερο από 50 μέρες για να φτάσουν στις μονάδες!

Σε καλύτερη κατάσταση μπορούμε να ισχυριστούμε ότι ήταν το πολωνικό πυροβολικό. Διέθετε 1.800 πεδινά κανόνια των 75mm, 900 οβιδοβόλα Scoda των 100mm, 250 πυρο-βόλα των 105mm, 40 των 120mm, 340 οβιδοβόλα των 155mm και 1.200 αντιαρματικά των 37mm. Αυτά τα τελευταία, καθώς κι ένα πλήθος αντιαρματικών τυφεκίων, έφεραν ένα καλό αποτέλεσμα εναντίον των Panzer. Πιο αποτελεσματικά αποδείχθηκαν τα αντιεροπορικά, ιδίως εκείνα των 75mm.

Δυστυχώς  μόνο 156 τέτοια διέθεταν, κι επιπλέον 300 των 40mm. Η αεροπορική, πάλι, δύναμη των Πολωνών ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Από την πλευρά των Γερμανών χρησιμοποιήθηκε ο μισός στόλος (2.000 αεροπλάνα). Χωρίς αυτή την αεροπορική υποστήριξη δεν θα ήταν εφικτή μια τόσο επιτυχημένη δράση των Panzer.

Τα πρώτα σχέδια για την φυλετική καθαρότητα του γερμανικού έθνους

 Η ήττα της Πολωνίας συνοδεύτηκε με μια σειρά οργανωμένων γερμανικών ενεργειών με σκοπό την καταστροφή της ιντελιγκέντσιας της χώρας, της εξόντωσης δηλαδή των εκπροσώπων της κουλτούρας, της πολιτικής και της αριστοκρατίας.

Άμεση προτεραιότητα δινόταν στην με καθε τρόπο αποφυγή ανάπτυξης σωβινιστικών κέντρων, στον εκτοπισμό πληθυσμών πολωνικής εθνικότητας και άλλων μειονοτήτων ανατολικότερα και στο πρόγραμμα εγκατάστασης όλων των γερμανικής καταγωγής πληθυσμών, που μέχρι τότε ζούσαν διάσπαρτοι στα Βαλκάνια και τις χώρες της Βαλτικής.

Ήδη στις 22 Αυγούστου 1939, συνομιλώντας με τους σΣτρατηγούς του, ο Χίτλερ ανέφερε την “εκμηδένιση του πολωνικού στρατού” και όχι απλά την μετατόπιση των συνόρων Ευρώπης - Ασίας ανατολικότερα. Από την πρώτη κιόλας μέρα της επίθεσης, είχε ανακοινώσει στον Dahlerus την θέλησή του να εκμηδενίσει (verni-chten) τον πολωνικό λαό. Αργότερα, κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, εμπιστεύτηκε στον Brauchitsch την σκέψη του για ίδρυση ενός ανεξάρτητου κράτους της Ουκρανίας κι ενός της Λιθουανίας, όπου σκόπευε να εγκαταστήσει το πολύ 10.000.000 Πολωνούς.

Ο Χίτλερ δεν ήταν τόσο αφελής, ώστε να εμπιστεύεται όλα αυτά σε τίμιους ανθρώπους της Wehrmacht, επαγγελματίες δηλαδή στρατιώτες με υψηλή συναίσθηση του καθήκοντος προς την πατρίδα και ανεπτυγμένη την αντίληψη της στρατιωτικής τιμής, όπως ήταν οι περισσότεροι Επιτελείς αξιωματικοί, που άλλωστε δεν τους εμπιστευόταν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και την συμφωνία με τον Στάλιν μόνο τα υψηλόβαθμα ναζιστικά στελέχη γνώριζαν -και πάντως όχι η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων.

Όταν εκδηλώθηκε η εισβολή των Ρώσων, με πρόσχημα την προστασία της ουκρανικής και λευκορωσικής μειονότητας, η OKW προσπαθούσε εναγωνίως να κατανοήσει τους σκοπούς τους.

Ακόμη περισσότερο αγνοούσε αυτά τα πρωτάκουστα σχέδια για την “φυλετική σταθεροποίηση του γερμανικού έθνους” και τις διώξεις που ξεκινούσαν σε ολόκληρη την πολωνική επικράτεια αμέσως μετά την επίσημη λήξη των εχθροπραξιών. Τις αποστολές αυτές ο Χίτλερ τις εμπιστευόταν κατά κύριο λόγο στις δυνάμεις ασφαλείας του Reich -τα SS του Himmler και τα SD του Heydrich.

Με αφορμή την δημοσίευση από τους Times μιας επιστολής του προέδρου του εβραϊκού πρακτορείου Weizmann προς τον Πρωθυπουργό της Αγγλίας Nevil Chamber-lain, σύμφωνα με την οποία η εβραϊκή κοινότητα ετίθετο στο πλευρό της Δύσης προκειμένου να καταπολεμηθεί o Ναζισμός, άρχιζε επίσημα η δίωξη κατά των Εβραίων της Πολωνίας (στους οποίους αργότερα συμπεριελήφθησαν Τσιγγάνοι και σωματικά και πνευματικά καθυστερημένοι της επικράτειας του Reich). 


Η Wehrmacht δεν θα μπορούσε ν’ ανεχτεί όλες αυτές τις υπάνθρωπες κυριολεκτικά δραστηριότητες των SS και των μυστικών υπηρεσιών του Χίμμλερ. Οι Στρατηγοί εκνευρι-σμένοι προσπαθούσαν με κάθε τρόπο να αποστασιοποιηθούν από τέτοιες βάρβαρες και άρρωστες πρακτικές.

Από την μεριά τους, οι Himmler και Heydrich δεν παρέλειπαν να υπερτονίζουν ότι λειτουργούσαν αυστηρά εντός των πλαισίων των εντολών του Φύρερ. Ακόμη και κατά την διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, όπως γράφει ο ίδιος ο Heydrich, η διαταγή προς τις μονάδες εφόδου (Εinsatzgruppe) που διέθετε κάθε Στρατιά να εκτελούν “επιχειρήσεις ασφαλείας πολιτικού, ιδεολογικού και φυλετικού χαρακτήρα” προερχόταν κατευθείαν από τον ίδιο τον Φύρερ.

Μάλιστα, προβλεπόταν και μια εντελώς ανεξάρτητη μονάδα εφόδου με διοικητή τον αιμοσταγή Στρατηγό Udo von Woyrsch, που ανέλαβε καθήκοντα προστασίας των γερμανικών δυνάμεων από αντιστασιακά κινήματα των υπόδουλων Πολωνών και την καταστολή κάθε πιθανής εξέγερσης στα κατεχόμενα.

Όπως και νά ’χει, είναι βέβαιο ότι η ηγεσία του γερμανικού τακτικού στρατού γνώριζε τις φρικαλεότητες των SS και δεν μπορεί να θεωρηθεί άμοιρη ευθυνών, με το σκετπικό ότι δεν έλαβε ενεργό μέρος σε αυτές. Ο συνταγματάρχης και μέλος της OKW Edward Wagner σημείωσε κάποια στιγμή στο ημερολόγιό του ότι πραγματική πρόθεση του Χίτλερ και του Göring ήταν η εξόντωση του πολωνικού έθνους! Ο συνταγματάρχης Nikolaus von Vormann, που κατείχε την θέση του συνδέσμου αξιωματικού στην OKW, ομολογεί στις σημειώσεις του ότι, παρά το τέλος των εχθροπραξιών, ο Χίτλερ συνέχιζε να κάνει σχέδια για τον μέλλον της Πολωνίας, που μπορεί μεν να παρουσιάζουν ενδιαφέρον αλλά δεν επιτρέπεται να “γραφτούν”.

Ο ίδιος ο Brauchitsch είχε σαφώς πληροφορηθεί τις δραστηριότητες των SS, κι αυτό αποδεικνύεται περίτρανα από τις προειδοποιήσεις του Ναυάρχου Canaris προς τον Keitel, ότι οι διώξεις και εκτελέσεις των ανώτατου κλήρου και των αριστοκρατών της Πολωνίας θα στιγμάτιζαν ανεπανόρθωτα την καλή φήμη της Wehrmacht. Ο Keitel τότε τον εφησύχασε, λέγοντας ν’ αφήσει την “βρώμικη” δουλειά στα SS και την Gestapo, που με την δημιουργία ειδικών κέντρων πολιτικής εξουσίας θα οργάνωναν την δημογραφική εξόντωση των Πολωνών.

Άλλωστε, πριν ακόμη την έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων, ο ίδιος ο Franz Halder μιλούσε για συντριπτική νίκη (Zermalment) της Γερμανίας και ανάθεση στα SS των ενεργειών φυλετικής κάθαρσης του πληθυσμού της Πολωνίας κατά την κατοχική περίοδο. 

Ο Χίτλερ δεν είχε επίσημα διατάξει την αντικειμενική λύση της εξόντωσης των Εβραίων της Πολωνίας εκείνη την εποχή. Παρά τα φραστικά του πυροτεχνήματα και τις απειλές που εξεστόμιζε εναντίον τους, το μόνο που φανταζόταν προς το παρόν ήταν η εκτόπισή τους σε κάποιες περιοχές.

Ανάλογες ήταν και οι διαταγές που έδωσε στον Heydrich, ώστε να τοποθετηθούν οι Πολωνοεβραίοι σε μια ζώνη όσο το δυνατόν πλησιέστερα προς τα ρωσικά σύνορα. Ο Brauchitsch το μόνο που απαίτησε ήταν να μην ενοχλήσουν το έργο και τις κινήσεις του τακτικού στρατού. Bέβαιο είναι, πάντως, πως ο πόλεμος έδωσε στον Χίλτερ την απαιτούμενη κάλυψη για ν’ αρχίσει πάλι να σκέφτεται το ζήτημα της ευθανασίας χιλιάδων τροφίμων στα γερμανικά νοσηλευτικά ιδρύματα -μια σατανική ιδέα που από παλιά τον βα-σάνιζε. Τώρα, προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι νοσηλευτικές ανάγκες των τραυματιών του πολέμου, θα έπρεπε όλες αυτές οι θέσεις να εκκενωθούν από τους ψυχικά και σωματικά ασθενείς και να προσφερθούν στους ήρωες της Wehrmacht.

Καθ' ομολογία του προσωπικού του γιατρού Karl Brandt, ο Χίτλερ υπολόγιζε σε μια ανώδυνη εξόντωση τουλάχιστον των μισών από τους ήδη νοσηλευόμενους ανάπηρους πάσης φύσεως με την μέθοδο της ευθανασίας. Η ευκαιρία που του παρουσίαζε η διάνοιξη των συνόρων προς τα ανατολικά και οι κατακτήσεις νέων εδαφικών εκτάσεων ήταν μοναδική. Κανείς δεν θα έδινε σημασία στην θανάτωση κάποιων, που αποτελούσαν μίασμα της γερμανικής φυλής και οικονομικό άχθος για το Reich, ιδίως τώρα που οι ανάγκες του πολέμου επέβαλαν μια σφιχτότερη διαχείριση των κονδυλίων.

Άλλωστε, μπροστά στην θέα των τραυματισμένων τέκνων της Γερμανίας, που επέστρεφαν με τις δάφνες της νίκης στην πατρίδα για να νοσηλευτούν, ποια γερμανική καρδιά θα “ράγιζε” από την άσπλαχνη τύχη των διανοητικά, ψυχικά και σωματικά διαταραγμένων, που τώρα συγκεντρώνονταν σε μια πορεία προς τον θάνατο, όμοια με αυτήν που επιφυλασσόταν για τους μισητούς Πολωνούς;

__________________________
βιβλιογραφία:

1.    Winston Churchill: “Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος” (Ελληνική Μορφωτική Εστία)
2.    Reymon Cartie: “Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου”
3.    Ian Kershaw: “Χίτλερ 1936 - 1945” (Scripta 2002)
4.    David Irving: “Ο Πόλεμος του Χίτλερ” (Γκοβόστης)
5.    P. M. H. Bell: “The Origins of the Second World War in Europe” (London 1986)
6.    Michael Bloch: “Ribbentrop” (London 1994)
7.    Simon Newmann: “March 1939: the British Guarantee to Poland.” (Oxford 1976)
8.    Karol Marian Pospieszalski: “The Case of 58.000 Volksdeutsche” (Poznań 1981)
9.    Andrzej Suchcitz: “Poland’s defence Preparations in 1939” (London 1998)


Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο μηνιαίο περιοδικό Παγκόσμια Πολεμική Ιστορία, τεύχος 10, τον Νοέμβριο  του 2007

1 σχόλιο:

Τα σχόλια των αναγνωστών και οι απόψεις τους δεν υιοθετούνται αναγκαστικά από τον κάτοχο αυτού του blog.